Εμείς κι η γλώσσα μας

 

Της Αγγελικης Δημου-Καμπουρη

Φιλολογου

 

Το γλωσσικό ζήτημα των Ελλήνων είναι πολύ παλιό και εξακολουθεί σήμερα να ταλανίζει πολλούς.  Είναι η λαϊκή γλώσσα, η δημοτική, εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής;  Τί είναι η καθαρεύουσα;  Είναι πράγματι η ζωντανή γλώσσα του ελληνικού λαού;  Ή μήπως η απλή καθαρεύουσα;  Είμαστε πιο σωστοί ή περισσότερο Έλληνες εάν πούμε «της γλώσσης» αντί «της γλώσσας»;  Υπήρχε καμιά άλλη σκοπιμότητα πίσω από τη διγλωσσία;  Ποια είναι η κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα;  Είναι πολλά τα ερωτήματα και, φυσικά, μόνο πολύ περιορισμένα και περιληπτικά θα προσπαθήσω να αναφερθώ σ’ αυτά σε τούτη την προσπάθεια.

            Περαιτέρω το γλωσσικό ζήτημα της Ελλάδας βρέθηκε στο κέντρο διαμάχης πολιτικών κομμάτων, επιστημόνων, λογοτεχνών, συγγραφέων.  Βέβαια, στις μέρες μας δεν είναι τόσο έντονο, ύστερα από την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, εξακολουθεί, ωστόσο, να ταλαιπωρεί πολλούς συμπατριώτες μας, ιδιαίτερα μέσης ή τρίτης ηλικίας, οι οποίοι ακόμη βασανίζονται με τις καταλήξεις αρχαιοκλίτων λέξεων και των παρελθοντικών χρόνων μερικών ρημάτων.  Υπάρχει δε, δυστυχώς, ακόμη σε πολλούς η αντίληψη ότι «οι μορφωμένοι μιλούν στην καθαρεύουσα».  Τίποτα δεν είναι περισσότερο αναληθές σήμερα.  Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

            Οι αρχαίοι μας πρόγονοι μιλούσαν βεβαίως ελληνικά, αλλά όχι ακριβώς τα ίδια σε κάθε πόλη-κράτος.  Για παράδειγμα, υπήρχε η αχαϊκή διάλεκτος, η δωρική, η ιωνική και άλλες.  Χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στην αχαϊκή διάλεκτο, που για παράδειγμα μιλούσαν οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς κ.ά. και στη δωρική, που για παράδειγμα μιλούσαν οι Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι κ.ά. ήταν ότι οι Δωριείς χρησιμοποιούσαν το «α» σε πολλές περιπτώσεις εκεί που οι Αχαιοί χρησιμοποιούσαν το «η».  Για παράδειγμα, οι Αχαιοί έλεγαν «την γην», ενώ οι Δωριείς έλεγαν «ταν γαν».  Ο Αθηναίος θα έλεγε «ή την ασπίδα ή επί της ασπίδος», ενώ ο Σπαρτιάτης θα έλεγε «ή ταν ασπίδα ή επί τας ασπίδος», και επειδή την ολιγολογία τη θεωρούσαν αρετή στη  Σπάρτη, παρέλειπε τη λέξη «ασπίδα», εφόσον την εννοούσε, και έτσι ο Σπαρτιάτης θα έλεγε «η ταν ή επί τας».  Αυτό είναι ένα πολύ απλό παράδειγμα, για να δούμε ότι η γλώσσα ήταν βασικά η ίδια αλλά τα διάφορα ελληνικά φύλα τη μιλούσαν με μερικές διαφορές.  Δεδομένου δε ότι δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη μέσα επικοινωνίας, οι διαφορές διατηρούνταν ή/και αυξάνονταν.  Με το πέρασμα δε των ετών, τις ανακαλύψεις και την επαφή με αλλόγλωσσους μπήκαν λέξεις ξένες ή καινούργιες στη γλώσσα.  Έτσι δημιουργήθηκαν οι διάφορες διάλεκτοι.

            Το γλωσσικό ζήτημα δεν ήταν, όμως, ξέχωρο από άλλες, κοινωνικές κυρίως, διαφορές.  Αν δηλαδή, το 19ο αιώνα, οι διαφορές ήταν μόνο στο αν θα λέγαμε «ύδωρ» αντί για νερό ή «ιχθύς» αντί για ψάρι ή «μήτηρ» αντί για μητέρα, το γλωσσικό ζήτημα θα είχε λυθεί και σταθεροποιηθεί από τα χρόνια ακόμη του Κοραή.  Συνδέθηκε, όμως, με κοινωνικές τάξεις, με συγκρούσεις ταξικών συμφερόντων.  Κι ενώ το γλωσσικό ζήτημα υποτίθεται ότι έχει πια λυθεί στις μέρες μας, εξακολουθεί να έχει μικρά ξεσπάσματα, σαν μικρά γλωσσικά ενεργά ηφαίστεια.

            Η δημοτική μας γλώσσα είναι η φυσική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.  Βεβαίως και υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους.  Είναι επόμενο ύστερα από την πάροδο χιλιάδων ετών, επαφή με ξένους λαούς, τεχνικές ανακαλύψεις, νέες έννοιες κ.ά.  Καμιά νεότερη γλώσσα δεν είναι ίδια με τη γλώσσα καταγωγής της.  Για παράδειγμα οι λατινογενείς γλώσσες, η γαλλική, η ιταλική, η ισπανική.  Σ’ αυτές, μάλιστα τις γλώσσες, μπορούμε να πούμε ότι η γλωσσική εξέλιξη ήταν πιο απότομη από την ελληνική, δεδομένου ότι η λατινική δεν είναι τόσο παλιά γλώσσα όσο η ελληνική.  Η γραπτή τους μορφή μοιάζει πολύ λιγότερο με τα λατινικά απ’ ό,τι η δημοτική δική μας με την αρχαία ελληνική.

           

            Από τη βυζαντινή ακόμη εποχή έχουμε διαφορές ανάμεσα στη γλώσσα του λαού και τη γραπτή γλώσσα του κράτους, της εκκλησίας και των λογίων.  Η επίσημη γραπτή γλώσσα μιμούνταν την αρχαία ελληνική, ενώ η προφορική γλώσσα είχε οπωσδήποτε με τα χρόνια αλλάξει.  Έτσι έχουμε την προφορική γλώσσα να έχει εξελιχθεί, όπως όλα εξελίσσονται, αλλάζουν – τα πάντα ρει, τα πάντα κινεί και ουδέν μένει, έλεγε ο Εφέσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος -, ενώ τη γραπτή γλώσσα να παρουσιάζει μια στασιμότητα αφύσικη, και συγχρόνως να παρουσιάζει και μια όχι καλή απομίμηση της αρχαίας ελληνικής.  Έχουμε, λοιπόν, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα να γράφουν σε αρχαϊζουσα και να περιφρονούν τη γλώσσα όπως εξελίχθηκε στο στόμα του λαού.  Βάφτισαν δε αυτή τη λαϊκή γλώσσα «χυδαία» και αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν «χύδην όχλο», δηλαδή αμόρφωτο λαό, συρφετό.

            Από το 12ο αιώνα άρχισαν να παρουσιάζεται περισσότερη λαϊκή ποίηση, για παράδειγμα τα ακριτικά τραγούδια, που είναι γραμμένα σε λαϊκότερη γλώσσα.  Από δε το 14ο αιώνα βλέπουμε αυτή την αρχαϊκομανία, την αττικομανία να υποχωρεί αν και εξακολουθεί να θεωρείται κατώτερη η ομιλούμενη κοινή γλώσσα.

            Από το 17ο αιώνα βλέπουμε δειλά ορισμένους να γράφουν στη λαϊκή γλώσσα.  Για παραδείγματα αναφέρω τα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα «Ερωτόκριτος» και «Ερωφίλη».  Εξακολουθεί, όμως, να υπάρχει ο γλωσσικός αριστοκρατισμός και η περιφρόνηση στη λαϊκή γλώσσα, την οποία συνεχίζουν να θεωρούν χυδαία οι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί φεουδάρχες της εποχής.

            Βέβαια, παράλληλα φαινόμενα υπάρχουν και στη Δύση, όπου η λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα και όχι η λαϊκή, όπως είχε εξελιχθεί μέσα από τους αιώνες.  Από το 14ο αιώνα, ωστόσο, βλέπουμε λογοτέχνες του κύρους του Δάντη ή του Βοκκάκιου να γράφουν στη λαϊκή γλώσσα, δηλαδή την ιταλική γλώσσα, και να γκρεμίζουν έτσι τα γλωσσικά τείχη της λατινικής.  Η εκκλησία, βεβαίως, αντέδρασε, αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει τη γλωσσική μεταρρύθμιση.  Με την οικονομική άνοδο της αστικής τάξης, αρχίζει και κερδίζει συνεχώς έδαφος η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα.  Η ίδια προοδευτική κίνηση γίνεται και στα άλλα κράτη της Ευρώπης.  Στη Γαλλία βλέπουμε τη γαλλική γλώσσα να εκτοπίζει τη λατινική από τη φιλολογία, ενώ στη Ρωσία, από τα μέσα του 18ου αιώνα, εγκαταλείπουν την εκκλησιαστική παλιά βουλγαρική.

            Έτσι και στην Ελλάδα, η αστική τάξη αγωνίστηκε εναντίον του αρχαϊσμού, εναντίον της διγλωσσίας.  Αγωνίστηκε να δώσει στη λαϊκή γλώσσα τη θέση που της ανήκε.

 

Ιστορικό πλαίσιο

 

            Κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, είναι γνωστό, ότι δεν υπήρχε καμιά διανοητική κίνηση, ενώ ο φεουδαρχισμός κάθε άλλο παρά τόνωνε τη λογοτεχνική παραγωγή.  Βεβαίως το πνευματικό αυτό σκοτάδι δεν οφείλεται μόνο στην τουρκική κατάκτηση αλλά και στην κατάπτωση που κληρονομήθηκε από τη βυζαντική αυτοκρατορία.  Δεν υπήρχε ελευθερία πνεύματος, επομένως δεν υπήρχε πνευματική παραγωγή, εφόσον τα πάντα βρίσκονταν κάτω από ένα θεοκρατισμό με προλήψεις και δεισιδαιμονίες.  Έτσι βασίλευε η αμάθεια παράλληλα με την κοινωνική και οικονομική δυστυχία.  Βεβαίως, έχουμε την ελληνική αριστοκρατία, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και τον ανώτερο κλήρο, το σύνολο, όμως, των οποίων δεν πρόσφερε θετικά στον καταπιεσμένο πανταχόθεν ελληνικό λαό.  Όπως δε γράφει ο Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του, οι τάξεις αυτές χρησιμοποιούσαν τη δύναμή τους για το ίδιο το συμφέρον τους, ενώ ο Κοραής τους στιγματίζει για φιλοτουρκική και δεσποτική διαγωγή.  Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού ζούσε κάτω από συνθήκες δουλοπάροικων με Τούρκους και Έλληνες αφέντες.

            Από το 18ο αιώνα αρχίζει να κλονίζεται ο φεουδαρχισμός και να αντικαθίσταται σιγά σιγά από τον αστισμό.  Το εμπόριο και η ναυτιλία αναπτύσσονται και δημιουργούνται νέες οικονομικές συνθήκες, ιδιαίτερα στην Ήπειρο, στο Πήλιο, στην Πάτρα, στα νησιά και αλλού.  Παράλληλα με τις νέες οικονομικές συνθήκες έχουμε μια νεοτεριστική κίνηση στην εθνικοκοινωνική ζωή των Ελλήνων και μια τάση για μόρφωση.  Έτσι έχουμε σιγά σιγά μια αντιστροφή των καταστάσεων.  Οι φεουδάρχες της εποχής να μένουν αγράμματοι, οπισθοδρομικοί, ενώ οι αστοί όλο και περισσότερο να αναπτύσσονται πνευματικά, να σπουδάζουν.  Μεγαλύτερο κέντρο πνευματικής κίνησης είναι η Ήπειρος, απ’ όπου προέρχονται οι μεγαλύτεροι μεγαλέμποροι και να χτίζονται σχολεία.  Παράλληλα καλά σχολεία έχουμε στην Τραπεζούντα, στην Προύσα, στη Σμύρνη.  Τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου γίνονται εμπορικά και πνευματικά κέντρα.

            Παράλληλα με την Ελλάδα, η ελληνική γλώσσα διδάσκεται με ζέση σε ελληνικά σχολεία της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Ουγγαρίας, της Ρωσίας ακόμη και στην Καλκούτα της Ινδίας.  Έτσι η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα αρχίζει να παρουσιάζει μια νέα όχι μόνο κοινωνικοοικονομική αλλά και πνευματική όψη.

            Αρκετά μεγάλο ρόλο σε όλη αυτή την αναγέννηση έπαιξαν οι μεταφράσεις ξένων συγγραμμάτων και σχολικών εγχειριδίων στην απλή ελληνική γλώσσα, όπως ένα εγχειρίδιο φυσικής που μετάφρασε ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος.

            Το γλωσσικό ζήτημα δημιούργησε ακόμη και φανατισμούς.  Πίσω, όμως, απ’ αυτό κρυβόταν ο ταξικός ανταγωνισμός.  Η πλειοψηφία της αστικής τάξης, με διανοητικό αρχηγό τον Κοραή, ήθελε την απλοποίηση της αρχαϊζουσας γλώσσας.  Παράλληλα, ο Κοραής και άλλοι ακόμη υποστήριζαν το γλωσσικό συμβιβασμό.  Ούτε τη λαϊκή γλώσσα, αυτή που μιλούσε ο ελληνικός λαός για χιλιάδες χρόνια, τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, αλλά ούτε και την πλαστή αρχαϊζουσα.  Σαν παράδειγμα του μερικές φορές αστείου αυτού συμβιβασμού αναφέρω τη λέξη «οψάριον», δηλαδή ούτε ιχθύς, που ήταν η αρχαία λέξη, ούτε ψάρι που είναι η νεότερη, δημοτική!

            Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε το φωτεινό παράδειγμα του Δημήτριου Φωτιάδη (Καταρτζή), ο οποίος αν και Φαναριώτης και άρχοντας, υποστήριζε το λαό, μελέτησε πραγματικά το γλωσσικό ζήτημα και έκφρασε τη γνώμη του από τα τέλη του 18ου αιώνα.  Ήταν πολύ μορφωμένος και μιλούσε ξένες γλώσσες.  Είχε, επίσης, σπουδάσει λατινική φιλολογία.  Οι λογιότατοι τον κορόιδευαν και του επιτέθηκαν, αλλά εκείνος στάθηκε ακλόνητος στις ιδέες του, δημιουργώντας μάλιστα και τη δημοτικιστική σχολή.

 

Κατά τα χρόνια της Επανάστασης

 

Έτσι φθάνουμε στα χρόνια της Επανάστασης του Γένους.  Για χρόνια χυνόταν ελληνικό αίμα, που πότιζε την ελληνική γη για να φυτρώσει και να φουντώσει το δέντρο της λευτεριάς.  Χιλιάδες Έλληνες, επώνυμοι και ανώνυμοι έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας.  Θυσιάστηκαν κυριολεκτικά για τις κατοπινές γενιές.  Δεν υπολόγισαν τίποτα.  Όλα για τη βασανισμένη πατρίδα.  Τους χρωστούμε τα πάντα, την ίδια την ύπαρξή μας.

Όταν, βέβαια, ξέσπασε η Επανάσταση, η γλωσσική πάλη παραμερίστηκε πρόσκαιρα μόνο, διότι εξακολουθούσε να κρυφοβράζει σε πολλούς.  Εξακολουθούσε στο μυαλό πολλών η διαφορά ανάμεσα στους «χυδαίους» και στους «σπουδαίους».

Έτσι, όταν ελευθερώθηκε το πρώτο κομμάτι της Ελλάδας, όταν μπορέσαμε να κάνουμε την πρώτη ελληνική κυβέρνηση, όλοι εκείνοι οι ήρωες, που έδωσαν τα πάντα για την πατρίδα, δεν θεωρήθηκαν ότι μιλούσαν αρκετά εξευγενισμένη γλώσσα για τους διπλωμάτες των ξένων κρατών, που είχαν ήδη βάλει πόδι στην Ελλάδα, δημιουργώντας μάλιστα και πολιτικά κόμματα με τους ελλαδικούς τους πράκτορες.  Ο Κολοκοτρώνης δεν μιλούσε την πρέπουσα ελληνική γλώσσα, μιλούσε τη «χυδαία» λαϊκή, έτσι όπως είχε αυτή εξελιχθεί όλα τα χρόνια της ύπαρξης του ελληνισμού.  Όλοι οι μπαρουτοκαπνισμένοι ήρωες θεωρήθηκαν ανίκανοι να σταθούν δίπλα στους ντόπιους και ξένους δανδήδες.  Οι Κολοκοτρώνηδες χρειάζονταν για να χύσουν το αίμα τους και τίποτα παραπέρα, ενώ οι Μαυροκορδάτοι ήταν οι άξιοι να κυβερνήσουν. Την περίοδο αυτή αρχίζει το έντονο γλωσσικό πρόβλημα.  Η γλώσσα γίνεται και πάλι η σημαία της πάλης ανάμεσα στις δύο τάξεις, μιας πάλης που δεν είναι μόνο γλωσσολογική αλλά και κοινωνική. 

            Κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης επικρατούσαν οι οπαδοί του Κοραή.  Δημόσια αλληλογραφία, προκηρύξεις και άλλα έγγραφα είναι γραμμένα στην απλή, ζωντανή γλώσσα αλλά με διαφορές στη γραμματική.  Οι μορφωμένοι αστοί έγραφαν απλά, αλλά οι Φαναριώτες εξακολουθούσαν να αρχαϊζουν.  Βεβαίως, η απλή, λαϊκή και ζωντανή γλώσσα ήταν ακαλλιέργητη και δεν μπορούσε να εκφράσει πολυσύνθετες λέξεις.  Έτσι, εκείνοι που την έγραφαν, έπρεπε να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια.  Ο γλωσσικός συμβιβασμός του Κοραή υιοθετήθηκε από την πλειονότητα της αστικής τάξης.  Άλλωστε, κύριο μέλημά τους ήταν η απαλλαγή τους από τον τουρκικό ζυγό και όχι η γλωσσική πάλη, η οποία πρόσκαιρα παραμερίστηκε.

Για παράδειγμα ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος όχι μόνο πονούσε για τον άνισο πολεμικό αγώνα αλλά και για το γλωσσικό.  Ο μεγάλος μας ποιητής πήρε το μέρος του λαού, ύμνησε τα κατορθώματά του, αλλά και καυτηρίασε τη συμπεριφορά των αρχόντων και των λογιότατων.  Στο «Διάλογό» του, που γράφτηκε το 1824, αναφέρει ότι τίποτα άλλο δεν έχει στο νου του παρά μόνο την «ελευθερία και «γλώσσα».  Η ελευθερία άρχισε να πατάει στα τούρκικα κεφάλια και η γλώσσα θα πατήσει γρήγορα στα κεφάλια των σοφολογιότατων και μετά, αγκαλιασμένες κι οι δύο, θα προχωρήσουν στο δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν πίσω, αν κανένας σοφολογιότατος κράζει ή κανένας Τούρκος γαυγίζει.  Γι’ αυτόν είναι όμοιοι και οι δύο.  «Ως πότε», γράφει, «θα πηγαίνει ομπρός αυτή η υπόθεση; Ένας λαός από το ένα να ομιλεί σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν το λαό να ομιλεί μίαν γλώσσαν δικήν τους»;

            Συνεχίζει με το να λέει ότι η διαφορά της προφοράς δεν θα πρέπει να μας μπερδεύει, διότι δεν είναι μεγάλες οι διαφορές.  «Τι διαφορές είναι τούτες»; αναρωτιέται.  «Δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας;  Πρώτον μεν δεν άκουσα ποτέ πως η φτώχεια μιας γλώσσας είναι αρκετό δικαιολόγημα για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι. Δεύτερον δε, ποίος αποφάσισε πως είναι φτωχή; Οι σοφοί;  Οι σοφοί δεν σου φαίνεται πως ημπορούν να κάνουν και λάθος;  Εις την εποχή του Δάντε όλοι οι σοφοί, καθώς τους κράζεις εσύ, δεν (τον) εκατάτρεξαν;  Δεν του έλεγαν πως η γλώσσα είναι διεφθαρμένη, δυστυχισμένη, φτωχή, και πως δεν είναι άξια να τη γράφει άνθρωπος που έχει σοφία;  Δεν αυθαδίασαν να φωνάξουν πως έπρεπε να διπλώσουν με τα συγγράμματά του πιπέρι;  Τι λοιπόν μου φέρνεις έξω τους σοφούς; Για να με τρομάζεις; … Είναι τώρα ένας στην Ιταλία που να μη σπουδάζει για να μάθει τη γλώσσα, το Δάντε; 

«Δεν υποφέρεσαι πλέον (σημ.: απευθύνεται στο λογιότατο)!  Εσύ ομιλείς για ελευθερία;  Εσύ όπου έχεις αλυσοδεμένον τον νου σου από όσες περισπωμένες εγράφηκαν από την ορθογραφία έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθερία;  Είδαμε τί εκάματε με τα φώτα σας εις την επανάσταση της Ελλάδας.  Ακούσαμε ποιητάδες ανόητους, που ήθελαν να αθανατίσουν τους ήρωες και οι παινεμένοι ήρωες δεν εκαταλάβαιναν λέξη…».

            Ωστόσο, οι λόγιοι και σοφολογιότατοι επικράτησαν και επέβαλαν την αρχαϊζουσα γλώσσα.  Μόνο στα νησιά καλλιεργείται η δημοτική γλώσσα και παράδοση.  Οι λογοτέχνες εδώ σέβονται τη γλώσσα του λαού κι έχουμε φωτεινά παραδείγματα, όπως είναι ο Τυπάλδος, ο Βαλαωρίτης, ο Λασκαράτος, ο Χιώτης κ.π.ά., οι οποίοι επηρεάζουν πολλούς συγχρόνους τους, και η επίμονη και επίπονη προσπάθειά τους δίνει καρπούς.

 

Στο νέο αιώνα

 

            Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ξαναβλέπουμε μια κίνηση λογίων να επιβάλλουν την «καθαρεύουσα».  Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι η καθαρεύουσα θα λύσει και εθνικά θέματα, όπως το θέμα της Μακεδονίας και της Θράκης, αποδεικνύοντας στον κόσμο ότι οι κάτοικοί τους είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.  Η άποψη, φυσικά, είναι λανθασμένη και φέρνει ακόμη μεγαλύτερη γλωσσική σύγχυση στο λαό.

            Την τάση αυτή του γλωσσικού λογιοτατισμού ευτυχώς σπάζουν οι μετριοπαθέστεροι «δάσκαλοι» και αρχίζει μια κίνηση απλούστευσης της γλώσσας σε επιστημονικά συγγράμματα και σε εφημερίδες.  Αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι η μητρική γλώσσα του λαού είναι αυτή που θα λύσει προβλήματα παιδείας κι όχι η επιβολή μιας πλαστής γλώσσας, που όχι μόνο δεν είναι αντιληπτή από το λαό, αλλά και δημιουργεί εθνικά θέματα.  Φωτεινό παράδειγμα της αντίληψης αυτής είναι ο Ψυχάρης, ο οποίος είναι θερμός πατριώτης και από πεποίθηση δημοτικιστής.  Ο Ροϊδης κι ο Πολυλάς είναι επίσης πολύ θερμοί δημοτικιστές.  Ο Πολυλάς, μάλιστα, στην κατηγορία ότι η δημοτική είναι ανίκανη να αντικαταστήσει την καθαρεύουσα, απαντά πως ο λόγος που η λαϊκή γλώσσα φαίνεται ακανόνιστη είναι ότι δεν της είχε δοθεί ακόμη η ευκαιρία – από εθνοϊστορικούς λόγους – να διαπλαστεί ολοκληρωτικά στα μεγάλα κοινωνικά κέντρα.  Ωστόσο, η αληθινή φιλολογική γλώσσα είναι μόνον η δημοτική.

            Η ζωντανή ελληνική γλώσσα ξαπλώνεται πλέον παντού.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λογοτεχνικό περιοδικό «Νουμάς», που γίνεται το επίσημο περιοδικό του δημοτικισμού και του νεοϊδεατισμού.  Σ’ αυτό έγραφαν οι αξιολογότεροι λογοτέχνες και επιστήμονες της εποχής.

 

Στις μέρες μας

 

            Ωστόσο, η καθαρεύουσα εξακολουθούσε να έχει ισχυρούς οπαδούς.  Το 1911, μάλιστα, από τη Βουλή των Ελλήνων ψηφίστηκε ειδικό άρθρο που την προστάτευε συνταγματικά!  Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στη φυσική εξέλιξη της γλώσσας, όπως αυτή διαμορφώνεται και μιλιέται από το σύνολο του ελληνικού λαού.  Ένα ένα τα προπύργια της καθαρεύουσας καταρρίπτονται και η ζωντανή μας γλώσσα επικρατεί.

            Ο ελληνικός λαός επιτέλους μορφώνεται στη δική του γλώσσα, η οποία είναι κατοχυρωμένη και νομικά.

            Γιατί, όμως, εξακολουθούμε να ανησυχούμε για τη γλώσσα μας;  Δεν είναι πια οι νοσταλγοί του λογιοτατισμού ο κίνδυνος αλλά η νοοτροπία της γλωσσικής ξενομανίας.  Όλο και περισσότερο οι Έλληνες «μιμούνται» κυρίως τους αγγλόφωνους.  Καθημερινά βλέπουμε τάσεις γλωσσικού και μουσικού πιθηκισμού.  Έφτασαν, μάλιστα, μερικοί να προτείνουν να υιοθετήσουμε λατινικό αλφάβητο!  Αντί να είμαστε περήφανοι για την τόσο άρτια γλώσσα μας, που έχει εκφράσει τα υψηλότερα νοήματα της σκέψης με ακρίβεια και σαφήνεια, υπάρχει κάποια τάση μείωσής της.  Οι τεχνολογικές επιτεύξεις εισάγουν νέους όρους.  Αυτό είναι κάτι φυσικό.  Ό,τι μπορεί, όμως, στην κυριολεξία να μεταφραστεί ή να αποδοθεί στα ελληνικά, πρέπει να εκφραστεί ελληνικά.  Η γλώσσα μας δεν είναι ούτε ελλιπής ούτε νεκρή.  Κάθε άλλο μάλιστα.  Είναι πληρέστατη και πολύ ζωντανή.  Περαιτέρω είναι η γλώσσα που πλούτισε τα λεξιλόγια άλλων λαών, αρχαίων και σύγχρονων.  Ας τη μάθουμε σωστά και να τη χειριζόμαστε με ευχέρεια και υπερηφάνεια.