The strong voice of a great community
Νοέμβρης 2010

Πίσω στο ευρετήριο

              

    Κύπρος:

ΓΓ ΟΗΕ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΛΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ.

                         Του Θωμά Στεφ. Σάρα

Αυστηρή σε ύφος και με συστάσεις προς τους δύο ηγέτες, αλλά και τις πολιτικές ηγεσίες των δύο κοινοτήτων είναι η έκθεση των καλών υπηρεσιών του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, που δόθηκε την Τετάρτη το βράδυ στα μέλη του Σ.Α. και θα κυκλοφορήσει την Παρασκευή.

Αν και αποφεύγει να καταγράψει αναλυτικά τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, ο γενικός γραμματέας δίδει μία παραστατική περιγραφή του πού βρίσκονται σήμερα οι διαπραγματεύσεις, ποια τα εμπόδια, τι θα πρέπει να γίνει από τα μέρη και ποιο κατά την άποψή του είναι το χρονικό πλαίσιο.

Επισημαίνει ότι «η ανησυχία του είναι πως το πολιτικό περιβάλλον στο δεύτερο τρίμηνο του 2011 πιθανότατα δεν θα είναι υποβοηθητικό για εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές στο νότο προγραμματιστεί για το Μάιο, ενώ εκλογές θα διεξαχθούν στην Τουρκία τον Ιούνιο. Σε κάθε κοινωνία, έντονες πολιτικές στιγμές, όπως είναι οι εκλογές, αποτελούν σπάνια τον (κατάλληλο) για συμβιβασμούς και ευελιξία. Αν ουσιαστική συμφωνία για όλα τα κεφάλαια δεν μπορεί να ολοκληρωθεί προ του εκλογικού κύκλου, οι συνομιλίες μπορούν να μπουν σε εκκρεμότητα και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι διαπραγματεύσεις να πληγούν θανάσιμα».

Ο κ. Μπαν ανακοινώνει την πρόθεσή του να υποβάλει επικαιροποιημένη εκτίμηση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας σε τρεις μήνες, μετά δηλαδή το επόμενο ραντεβού του με τους δύο ηγέτες στη Γενεύη, στα τέλη Ιανουαρίου.

Με αφορμή τη συνάντηση αυτή, τονίζει ότι «αυτή τη φορά, οι ηγέτες θα πρέπει να είναι πλήρως προετοιμασμένοι με ένα πρακτικό σχέδιο για το ξεπέρασμα των σημαντικών σημείων διαφωνίας που απομένουν. Τους ζητώ να αφιερώσουν σημαντικές προσπάθειες για την επίτευξη αυτού του στόχου».

Ειδικά σε σχέση με το περιουσιακό, ο γενικός γραμματέας καταγράφει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια απ ότι στα υπόλοιπα, τις βασικές διαφορές που χωρίζουν τις δύο πλευρές, με τους Ε/κ να ζητούν να επιτραπεί το δικαίωμα της αποκατάστασης σε όσους ιδιοκτήτες το επιθυμούν και τους Τ/κ να ζητούν ανώτατο όριο στους Ε/κ που επιθυμούν να επιτρέψουν υπό τ/κ διοίκηση.

«Πρέπει να είναι σαφές», γράφει ο γενικός γραμματέας, «ότι για να διαπραγματευθεί επιτυχώς μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, οι δύο ηγέτες θα πρέπει να συνδυάσουν αυτά και άλλα φαινομενικά ασυμβίβαστα θέματα σε όλα τα έξι κεφάλαια. Αυτά περιλαμβάνουν το εδαφικό, όπου οι Ελληνοκύπριοι κατέστησαν σαφές ότι θα είναι αδύνατο γι αυτούς να προχωρήσουν χωρίς διασύνδεση των συζητήσεων του περιουσιακού με το κεφάλαιο του εδαφικού».

Καταγράφει επίσης και την αντίστοιχη θέση των Τουρκοκυπρίων, σύμφωνα με την οποία το εδαφικό είναι ένα θέμα που μπορεί να συζητηθεί μόνο σε μια πολυμερή διάσκεψη, συμπεριλαμβανομένων και των δύο μερών στις συνομιλίες και των εγγυητριών δυνάμεων. «Για τη Συνθήκη Εγγυήσεως, οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία επιμείνουν όπως ότι η Συνθήκη παραμένει, ενώ οι Ελληνοκύπριοι επιθυμούν να τερματιστεί», γράφει ο γενικός γραμματέας.

Η έκθεση χωρίζεται σε 6 κεφάλαια. Στην εισαγωγή όπου σε συντομία περιγράφει τις 47χρονες προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών, των προκατόχων του και πολλών ειδικών συμβούλων κι αντιπροσώπων, με πάμπολλες εκθέσεις προς το Σ.Α., για λύση του προβλήματος προς όφελος των δύο κοινοτήτων, της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Ε.Ε. και της περιοχής.

Στη συνέχεια δίδει μία σύντομη ενημέρωση για τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μετά το Μάρτιο του 2008, παραθέτοντας τα συμφωνηθέντα μεταξύ Χριστόφια Ταλάτ στις 21 Μαρτίου, στις 23 Μαΐου, την 1η και την 25 Ιουλίου 2008 και στοιχεία για τις συναντήσεις των ηγετών, των αντιπροσώπων τους, των ομάδων εργασίας και των τεχνικών επιτροπών.

Το τρίτο κεφάλαιο, για την πορεία της διαπραγματευτικής διαδικασίας, χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη παραθέτονται οι εξελίξεις στη διάρκεια της προπαρασκευτικής περιόδου και προ της έναρξης των απευθείας συνομιλιών, το Σεπτέμβριο του 2008. Η δεύτερη στην περίοδο των συνομιλιών Χριστόφια Ταλάτ και η τρίτη στην παρούσα φάση των συνομιλιών μεταξύ του Προέδρου Χριστόφια και του Ντερβίς Ερογλου.

Στο τέταρτο κεφάλαιο με τις παρατηρήσεις του, ο γενικός γραμματέας επαναβεβαιώνει την «κυπριακή ηγεσία`` και ``κυπριακή ιδιοκτησία» των διαπραγματεύσεων και τονίζει ότι «οι δύο ηγέτες πρέπει να αναλάβουν κατ `ανάγκη την ευθύνη για την πορεία των συνομιλιών, για την επιτυχία τους ή την αποτυχία τους. Κανένας άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Κυπριακή ηγεσία σημαίνει ότι είναι οι ηγέτες αυτοί οι οποίοι πρέπει να κινούν τη διαδικασία προς τα εμπρός και να την υπερασπίζονται ενάντια σε εκείνους που θα επιδιώξουν να την εκτροχιάσουν».

Ταυτόχρονα θέτει και το χρονικό πλαίσιο του πρώτου τριμήνου του 2011, εντός του οποίου θα πρέπει τα μέρη να φτάσουν σε ουσιώδη συμφωνία σε όλα τα κεφάλαια.

Ο γενικός γραμματέας εγείρει ταυτόχρονα και τις επιπτώσεις από δηλώσεις που κάνουν τόσο οι ηγέτες, όσο και πολιτικοί ηγέτες κομμάτων συγκυβερνώντων και αντιπολιτευομένων, ενώ τους μέμφεται ότι δεν κάνουν αρκετά στην κατεύθυνση της προετοιμασίας της κοινής γνώμης των δύο κοινοτήτων για τη λύση και τα οφέλη της.

Δυστυχώς, γράφει, «η μόνη λεπτομερής πληροφόρηση που δίδεται στο κοινό από τις διαπραγματεύσεις είναι αποτέλεσμα επιλεκτικής διαρροής κειμένων μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης».

«Αφήνοντας τους πολίτες σε μεγάλο βαθμό στο σκοτάδι μέχρι να μία συνολική λύση είναι πολύ πιο εφικτή», γράφει σε άλλο σημείο, «μπορεί να μας φέρει αντιμέτωπους με ένα απροετοίμαστο και μη δεκτικό κοινό κατά τη στιγμή των δημοψηφισμάτων».

Ταυτόχρονα δηλώνει «πολύ απογοητευμένος που βλέπει μια σταθερή ροή αναληθών και άκρως αρνητικών για τα Ηνωμένα Έθνη σχολίων να αντανακλάται στα μέσα ενημέρωσης. Αυτή η κριτική και η παραπληροφόρηση σχετικά με τον ΟΗΕ είναι εξαιρετικά ατυχής. Οι προσπάθειες από τους αντιπάλους της λύσης για να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του ΟΗΕ, υπονομεύει απευθείας την ίδια τη διαδικασία»

Στο πέμπτο κεφάλαιο των συμπερασμάτων του, ο γενικός γραμματέας τονίζει ότι «τώρα είναι η στιγμή να αφιερώσουμε όλες τις προσπάθειες για να φέρουμε τις διαπραγματεύσεις αυτές σε αίσιο πέρας. Εχοντας δηλώσει την προσήλωσή τους στους κοινούς στόχους μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, αναμένεται από τους ηγέτες της Κύπρου να τηρήσουν τη δέσμευσή τους για την έκβαση αυτή. Προτρέπω επίσης όλους τους περιφερειακούς παίκτες να συμβάλουν θετικά, όπου μπορούν, για να βοηθήσουν να έλθουν οι διαπραγματεύσεις αυτές σε ταχεία και επιτυχή κατάληξη. Τα Ηνωμένα Έθνη είναι έτοιμα να διατηρήσουν το ρόλο τους σε μία κυπριακής ηγεσίας, κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικασία».

Ο γενικός γραμματέας γράφει ότι «η μοίρα της Κύπρου είναι σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ηγετών των δύο κοινοτήτων. Στις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, θα καθορίσουν τη μελλοντική πορεία για το νησί και τους πολίτες τους. Είναι δική τους η επιλογή που πρέπει να κάνουν».

Στο έκτο κεφάλαιο με τις εισηγήσεις του, τονίζει πως εν όψει της συνάντησης του Ιανουαρίου, «αυτή τη φορά, οι ηγέτες θα πρέπει να είναι πλήρως προετοιμασμένοι με ένα πρακτικό σχέδιο για το ξεπέρασμα των σημαντικών σημείων διαφωνίας που απομένουν. Τους ζητώ να αφιερώσουν σημαντικές προσπάθειες για την επίτευξη αυτού του στόχου».

Ζητά λήψη μέτρων από τους ηγέτες για βελτίωση της ατμόσφαιρας στην κοινή γνώμη, καλώντας τους στις συναντήσεις τους με τον Τύπο «να εστιάζουν τα μηνύματά τους στις συγκλίσεις και την περαιτέρω πορεία».

Παρά την εμπιστευτικότητα που υπάρχει, τους ενθαρρύνει να κάνουν ένα βήμα προς τα εμπρός και μεμονωμένα αλλά και από κοινού να μεταφέρουν πιο εποικοδομητικά και εναρμονισμένα μηνύματα. Παράλληλες συστάσεις κάνει προς τα κόμματα, λέγοντας ότι «οι κοινοβουλευτικοί και πολιτικοί παράγοντες και στις δύο πλευρές θα πρέπει με μεγαλύτερη συνέπεια να επιδεικνύουν την υποστήριξή τους προς τη διαπραγματευτική διαδικασία, επιτρέποντας στους δύο ηγέτες αρκετό χώρο να διαπραγματευτούν μια πιθανή επίλυση με καλή πίστη».

Τέλος, κάνει αναφορά και στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ λέγοντας ότι συνεχίζει να ασχολείται με το σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης όσον αφορά την ΟΥΝΦΙΚΥΠ, με βάση την εντολή του Σ.Α., λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις επί τόπου και τις απόψεις των πλευρών.

«Κατά τους προσεχείς μήνες, σκοπεύω να προβώ σε ευρύτερη αξιολόγηση της παρουσίας των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, με σκοπό να προτείνω τρόπους προσαρμογής στις συνεχόμενες εξελίξεις», καταλήγει.