The strong voice of a great community

Μάϊος 2005

Πίσω στο ευρετήριο

Ελληνοτουρκικός διάλογος  και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας.

      Του Γεράσιμου Καζάνα

 

Ο ελληνοτουρκικός διάλογος δρομολογήθηκε υποχρεωτικά και για τις δύο πλευρές, αφού αποδέχθηκαν τα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής των δεκαπέντε της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι το 1999. Και ενώ η συμφωνία του Ελσίνκι χαιρετίστηκε από την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου, φυσικά, με σχετικές επιφυλάξεις, αλλά και έτυχε της αποδοχής της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, η έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου αντιμετωπίζεται με αρνητική αρθρογραφία.

Ο Ελληνοτουρκικός διάλογος ξεκίνησε προσεκτικά με την επιβαλλόμενη διπλωματική σοβαρότητα για την επιτυχία με διερευνητικές επαφές, χωρίς μάλιστα την τήρηση πρακτικών για την πλήρη ελευθερία του διαλόγου. Η έναρξη ανακοινώθηκε στις δύο πρωτεύουσες ταυτόχρονα με ξεχωριστές, σύντομες και σιβυλλικές γραπτές δηλώσεις των δύο υπουργείων Εξωτερικών, της Ελλάδας και Τουρκίας. Οι διερευνητικές αποβλέπουν στον εντοπισμό, “σημείων  σύγκλισης και στο προσδιορισμό ενός πλαισίου αρχών”, όπως τονίζεται από το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας.

Καθώς σήμερα διερχόμαστε μια σχετική εμπειρία γύρω από τις επαφές των δύο μερών, απλώς θα ήθελα να αναφέρω ότι η πρώτη διερευνητική επαφή πραγματοποιήθηκε στην  Άγκυρα. Στην συνάντηση εκείνη από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας Α.  Σκοπελίτης, πρέσβης και γενικός διευθυντής  πολιτικών υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών, από κοινού με τον καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου Α. Φατούρου. Την Τουρκική πλευρά εκπροσωπούσαν ο πρέσβης Ουγούρ Ζιγιάλ, και ο Ντενίζ Μπολούκμπασι, που το 1991 είχε γίνει στόχος της “17ης του Νοέμβρη”, όταν υπηρετούσε ως γραμματέας της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα. Ακολούθησε έτσι η δεύτερη διερευνητική επαφή η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, ενώ με τον ίδιο τρόπο συνεχίσθηκαν οι επόμενες επαφές μεταξύ των δύο ομάδων.

Είναι γνωστό σε όλους ότι το 1973 άρχισαν οι απαράδεκτες επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, σαν ένα είδος αντιπερισπασμού μετά την εισβολή του Αττίλα στη μαρτυρική Κύπρο, συνεχίζονται δε ακόμα και σήμερα μεγαλύτερες και σε τελεία αντίθεση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συμβάσεων. Είναι λυπηρό το ότι η ελληνική αρνητική αρθρογραφία θεωρεί τις τουρκικές διεκδικήσεις τόσο ισχυρές, ώστε φθάνει στο συμπέρασμα πως δήθεν η Ελλάδα σύρεται και δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ούτε με το διάλογο, μα ούτε ακόμη και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Θα πρέπει να τονίσω ότι η αρνητική αυτή ελληνική αρθρογραφία αναφέρεται αποκλειστικά  στις δηλώσεις των Τούρκων πολιτικών. Αναφέρεται στις γνωστές δηλώσεις του τότε Τούρκου πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο οποίος είχε ισχυρισθεί ότι: “το ζήτημα του Αιγαίου δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό”, και συμπλήρωσε ότι χρειάζεται “να επαναπροσδιορισθεί (το υφιστάμενο καθεστώς του Αιγαίου), εν όψει των μεταβαλλόμενων καταστάσεων”. Μια δεύτερη πηγή αναφοράς των Ελλήνων σχολιαστών είναι οι δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Ισμαήλ Τζέμ ότι: “όσον αφορά το ζήτημα του Αιγαίου αποδεχόμαστε το σύνολο των προτάσεων, που απαριθμούνται τόσο στην Ατζέντα 1999 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στο άρθρο 33 του Καταστατικού χάρτη  του ΟΗΕ. Στα έγγραφα αυτά απαριθμούνται με τη σειρά οι εξής τρόποι επίλυσης: Διεξαγωγή κατ’ ιδίαν συνομιλιών, διατησία, έμμεσες συνομιλίες, μεσολάβηση και περιλαμβάνεται και η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Όλα αυτά τα αποδεχόμαστε”, τόνισε ο ομιλητής.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι οι δηλώσεις του Μπουλέν Ετζεβίτ, αναιρούνται από το γεγονός της αποδοχής εκ μέρους της Τουρκίας των Συμφωνιών της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, στην παράγραφο 4 των οποίων γίνεται σαφής αναφορά ότι η διαδικασία επίλυσης των διαφορών Ελλάδας και Τουρκίας θα πρέπει να  πραγματοποιηθεί μέσα από διάλογο, σε περίπτωση δε αναποτελεσματικότητας, θα πρέπει να υπάρξει προσφυγή με συνυποσχετικό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Συνεπώς το ζήτημα του Αιγαίου θα λυθεί νομικά και όχι πολιτικά όπως ήθελε να πιστεύει ο Ετζεβίτ. Μεταξύ δε άλλων η παράγραφος 4 των Συμπερασμάτων της προεδρίας Ελσίνκι, στις 10 και 11 Δεκεμβρίου του 1999, και όπως αναφέρεται στο επίσημο κείμενο, τονίζει σαφώς ότι :

“ Και παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε συνοριακής διαφοράς και άλλων θεμάτων. Άλλως θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Το αργότερο στα τέλη του 2004 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει τη κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά στην ενταξιακή διαδικασία προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου”.

Ο Ισμαήλ Τζέμ, από την δική του σκοπιά με τις δηλώσεις του υπολογίζει, κάνοντας αναφορά στο άρθρο 33 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ότι η Ελλάδα μπορεί να συρθεί σε διαδικασίες τις οποίες δεν θα αποδεχτεί, για να μπορεί η Τουρκία να δικαιολογήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την άρνηση της υπογραφής συνυποσχετικού για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Για την τάξη και μόνο ας μου επιτραπεί να αναφερθώ στο άρθρο 33 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο προβλέπει τα εξής :

“Ειρηνική διευθέτηση των διαφορών. Άρθρο 33.

  1. Σε κάθε διαφορά, που η παράταση της μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα προσπαθούν πρώτα από όλα να λύσουν τη διαφορά τους με διαπραγματεύσεις, έρευνα, μεσολάβηση, συνδιαλλαγή, διαιτησία, δικαστικό κανονισμό, προσφυγή σε τοπικούς οργανισμούς ή συμφωνίες ή με άλλα ειρηνικά μέσα της εκλογής τους.

  2. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, όταν το κρίνει αναγκαίο, θα ζητά από τους διαδίκους να λύνουν τη διαφορά τους με τέτοια μέσα”.

Στην προκειμένου, ωστόσο, περίπτωση η Συμφωνία κορυφής της Συνόδου του Ελσίνκι αντικαθιστά ουσιαστικά το Συμβούλιο Ασφάλειας με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο ζήτημα του Αιγαίου, στις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το σημείο δε αυτό είναι καθοριστικό για την επίλυση του ζητήματος, εφ’ όσον η Τουρκία  ενδιαφέρεται για την ενσωμάτωσή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καμία παρελκυστική τακτική με τις προβλέψεις του άρθρου 33 μπορεί να παρατείνει τη προθεσμία προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά και να δοθεί παράταση ο χρόνος εργάζεται υπέρ της Ελλάδας, γιατί ολοκληρώνεται σταδιακά και η εξωτερική και η αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ούτε φυσικά οι προβλεπόμενες προδικαστικές διαδικασίες οδηγούν σε βάρος της Ελλάδας, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να τις αποδεχτεί.

Η Τουρκία, ως γνωστόν, δεν έχει υπογράψει για το δίκαιο της θάλασσας ούτε τις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1958, ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982, επί πλέον το τουρκικό κοινοβούλιο έχει ψηφίσει ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα αυξήσει την αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο στα 12 μίλια και δημιουργήσει αλιευτική ζώνη στο Αιγαίο, η ενέργεια αυτή θα θεωρηθεί  ως “αιτία πολέμου”, (casus belli), από την Άγκυρα.

Από την δική της πλευρά η Ελλάδα έχει μεν υπογράψει την συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας και τις τέσσερις συμβάσεις της Γενεύης του 1958, καθώς επίσης και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982,  πλην όμως κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων  Εθνών (2321/1995, ΦΕΚ Α.’ 130),  και σε εφαρμογή του άρθρου 310 έκαμε μεταξύ των τεσσάρων δηλώσεων της και την ακόλουθη:

“ 3. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 287 της Σύμβασης των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιλέγει, με τη παρούσα δήλωση, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, που συστήθηκε σύμφωνα με το παράρτημα ΩΙ της Σύμβασης, ως όργανο για το διακανονισμό των διαφορών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της Συνθήκης”. Σύμφωνα δε με το παράρτημα VΙ της Συνθήκης  αυτό είναι το Διεθνές Δικαστήριο Δικαίου της Θάλασσας του Αμβούργου.

Όμως η αποδοχή από μέρους της Ελλάδας και της Τουρκίας των Συμφωνιών Κορυφής της Συνόδου του Ελσίνκι δημιουργεί για τις δύο χώρες “de jure”, ( έννομες), καταστάσεις τις οποίες μέχρι σήμερα, όσο γνωρίζω, οι διάφοροι αναλυτές με την αρθρογραφία τους για τον Ελληνοτουρκικό διάλογο παραδόξως παραβλέπουν ή δεν έχουν λάβει σοβαρά την πραγματική σημασία αυτών των συνθηκών. Για μεν την Ελλάδα η συμμετοχή στον κύκλο των συζητήσεων δεν σημαίνει παραίτηση από τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Θάλασσας του Αμβούργου, αντιθέτως για την Τουρκία σημαίνει  τη πλήρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή των Συμφωνιών της Γενεύης του 1958 και της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών του 1982.

Έτσι λοιπόν, η Ελλάδα με την συμμετοχή της στον ελληνοτουρκικό διάλογο δεν παραιτείται κανενός των εθνικών της συμφερόντων, αφού το Δίκαιο της Θάλασσας πλήρως διασφαλίζει τα νόμιμα συμφέροντα της, σε αντίθεση με τη Τουρκία η οποία στην κυριολεξία σύρεται προς τη διεθνή νομιμότητα. Η ουσία είναι  ότι με το τρόπο αυτόν οι δύο χώρες οδηγούνται στην ομαλοποίηση των σχέσεών τους,  στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους, στην εμπέδωση της ειρήνης στη περιοχή και την μεγαλύτερη προσέγγιση της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή  Ένωση. Η Ελλάδα, ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διεθνούς νομιμότητας παραμένει παντοδύναμη μεταξύ της διεθνούς κοινότητας. Η  ατεκμηρίωτη αμφισβήτηση οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αντίθετα η τεκμηριωμένη αποδοχή δικαιώνεται από τα γεγονότα.