The strong voice of a great community

Μάϊος 2005

Πίσω στο ευρετήριο

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΣ

Σχόλιο στο ποιητικό έργο της Στέλλας Ζαμπούρου- Φόλλεντερ – ΗΠΑ

«Τρυφερά Πατήματα»

Από το Βάιο Φασούλα, Γερμανία

          (Η αφορμή για την ανάλυση που ακολουθεί οφείλεται στην ποιήτρια κ. Στέλλα Ζαμπούρου- Φόλλεντερ και το βιβλίο της: «Τρυφερά Πατήματα». Γιατί αυτή μου έδωσε την αφορμή και γι’ αυτή γεννήθηκε το κείμενο. Β. Φ.)

 

          «Για τη ζωή και τον άνθρωπο, για τη φύση και τον έρωτα, για την αγάπη του αύριο!». Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα «μότο» για τη Στέλλα. Μετά τον ήλιο, ο έρωτας. Αυτός αποτελεί πηγή ενέργειας που πλάθει τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Ένα «σχολειό ανατομίας, συμμετοχής και παρέμβασης» απαραίτητο για την παρουσία και την ύπαρξη του ανθρώπου. Άλλωστε, Ζωή χωρίς έρωτα δεν είναι παρά μια μόνιμη σκιά στη ζωή, μια απλή συμμετοχή, ένας συμβιβασμός ή μια υποχώρηση-παράδοση της προσωπικότητας...    

          Όσο κι αν ψάξει κανείς στις πνευματικές οάσεις των διασκορπισμένων Ελλήνων ομογενών των Πέντε Ηπείρων, δεν πρόκειται να βρει αρχή και τέλος. Μια γκάμα «λαβυρίνθων», διαφορετικοί στο είδος τους από κείνους που συναντούμε στην εφήμερη ζωή μας. Απέραντες οάσεις που ξεκινούν από την Ελλάδα του πνεύματος και επεκτείνονται στα πέρατα της οικουμένης με μια ακατάλυτη αύρα, φως και ευωδιές, που δε σ’ αφήνουν ασυγκίνητο και σε μεταμορφώνουν σε εραστή ή σκλάβο τους. «Λαβύρινθοι», που εύχεσαι να μη βγεις ποτέ από κει μέσα και ελπίζεις να εξοικειωθείς μαζί τους, να τους κάνεις κτήμα σου ή να γίνεις δικό τους. Κι αυτούς τους κήπους, ναι με τους γνωρίζουν όλοι της μητροπολιτικής, ιδιαίτερα, Ελλάδας, αλλά ποτέ δεν τους πλησίασαν. Έτσι και αυτοί ευδοκιμούν στους χώρους της ξενιτιάς, καταθέτοντας στον πνευματικό-ιστορικό του μέλλοντος τη δική τους παρακαταθήκη. 

          Ο λόγος σήμερα θα σταθεί σε κάποιες γενικές και διαχρονικές επισημάνσεις και βεβαίως είναι ερωτικός ως και «αφηνιασμένος», γυμνός, απροκάλυπτος και ερωτιάρης, όπως μας τον παρουσιάζει η ποιήτρια... «Το σώμα σου... είναι της γης η αγκαλιά / που ’ναι τρυφερή σαν λουλούδι / κι άγρια σαν το χώμα / που σπάζει / και ξερνά λάβα...» (ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ) και συνεχίζει με το: «ΜΕ ΣΕΝΑ... Κράτησέ μου το χέρι  / της ψυχής μου  / μονάκριβο ταίρι... σαν το πιο γλυκό κρασί  / με μεθάς ΕΣΥ!  / κι η παρουσία σου  / χύνεται μέσα μου  / σαν λιαχτίδα του ήλιου ...χρυσή...»  

          Λόγος γοητευτικός, ταξιδευτής στα βάθη του ερωτικού χρόνου και εξειδικευμένος «σκαπανέας», σκάβει στα «χωράφια» του έρωτα αφήνοντας να ξεπηδήσει η ποίηση της κ. Στέλλας Ζαμπούρου- Φόλλεντερ, μέσα από το βιβλίο της: «Τρυφερά Πατήματα». Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της, «αόρατα» και γοητευτικά ξεναγείται στις ερωτικές της οάσεις. Παρακάτω, στα πλαίσια των δυνατοτήτων μου, θα προσπαθήσω να αναλύσω ένα μικρό μέρος των ποιημάτων της, τα οποία προξενούν όχι μόνον γοητευτική εντύπωση, όχι μόνο νοσταλγία που σε κάνει να αναπολείς κι εσύ τα δικά σου, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε αποτυχημένα «παιχνίδια» του έρωτα και να νιώθεις μια ψυχική ανάταση, αλλά δίνει και μια άλλη διάσταση: η Στέλλα Ζαμπούρου-Φόλλεντερ με θάρρος, τόλμη και μια αειθαλή ψυχική δύναμη, μας δείχνει το χαρακτήρα της γυναίκας, ζωντανό και παράλληλα επιβλητικό, μιας γυναίκας δυνατής και ερωτικής, που με τα ποιήματά της σπάει τα ανδροκρατούμενα φράγματα και τα γυναικεία ταμπού. Κι γι’ αυτή τη θέση τη συγχαίρω. Μας προσφέρει μια ξέχωρη, ερωτική παρουσία, δίνει τις δικές της διαστάσεις, όχι μόνο στον ερωτικό τομέα, αλλά και σε άλλα επίπεδα, όπως η φύση, η κοινωνία κ.α. Χωρίς να αμφισβητώ κανέναν επώνυμο ποιητή και καμιά επώνυμη ποιήτρια, μετά από αυτή τη μελέτη στα «Τρυφερά Πατήματα», θεωρώ πως είναι καιρός οι ειδήμονες, η πολιτεία και οι λοιποί παράγοντες, κάποια στιγμή να ασχοληθούν δεόντως και με τις οάσεις του διάσπαρτου πνευματικού ελληνικού λόγου.

          Μένοντας στα ερωτικά της Στέλλας, το ερωτικό ποίημα, όταν αυτό είναι ευγενές στη δομή και στο χαρακτήρα, προσφέρεται στις μέρες μας σαν το καταλληλότερο «αντίδοτο». Αφορά άμεσα τους νέους, που μπορούν να ξεχωρίζουν τα πολλά πρόσωπα του έρωτα απορρίπτοντας το επιπόλαιο, στιγμιαίο και σαρκικό και επιλέγοντας το «δύσκολο» και άπιαστο πολλές φορές πρόσωπό του. Ο έρωτας δεν είναι συνταγή που μπορούμε να προμηθευτούμε, αλλά πλάθεται μέσα μας. Η φύση του είναι ευαίσθητη σαν γυαλί, οι δε χειρισμοί προσέγγισης είναι σπουδή. Ενσωματώνεται μέσα μας και «αγκιστρώνεται» με όλες τις ευαίσθητες αισθήσεις κι από κει κατευθύνει την πορεία μας. Από τη μια πολλές φορές έντονα νιώθουμε τα λογικά και πότε παράλογα πειράγματά του, νιώθουμε τη φλόγα του όπως και το Εγώ του, αχαλίνωτος και απόλυτος να θέλει τα δικά του. Αν δεν τα πάρει ή δεν του τα δώσουμε τότε «σπάει». Δεν είναι λίγες οι φορές που δεν καταλήγει σε αίσιο τέλος. Και από την άλλη, αν και πλασμένος με ευγενή αγαθά, τρυφερός και φλογερός, ρομαντικός και στοχαστικός, για να έχει μακροζωία, έχει ανάγκη την αναζωογόνηση.

          Τα «συστατικά» πολλά και ποικίλα, όπως το τραγούδι, οι συνθήκες που κάθε φορά βρίσκεται ο άνθρωπος και βεβαίως το φυσικό περιβάλλον που συντελεί ποικιλοτρόπως. Η απομάκρυνση και η αδιαφορία για τη φύση και τις ομορφιές της, η γενική έλλειψη αγάπης αλλά και ρομαντισμού ακόμα, όπως σωστά περιγράφει η ποιήτρια σε ένα ποίημά της: «ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ... Ουράνια τόξα / στη χούφτα μου είχα κλείσει... / του ήλιο την ανατολή  / την πορφυρή τη δύση / της αγάπης μου η δόξα  / είχε τα στήθια μου  πλημμυρίσει...», όταν αυτά δεν υπάρχουν, η λειτουργία του έρωτα αποκτά κατασταλτικό χαρακτήρα απ’ τον οποίο εξαρτάται όχι μόνον η επιβίωσή του, αλλά και η ίδια η σχέση των ανθρώπων. Εδώ η ποιήτρια με το: «ΜΕΤΑ...» μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Πρώτα ήσουν καημός / μετά λυγμός  / μετά ξεχείλισμα και λαχτάρα.../ Πρώτα ήσουν συννεφιά / χαρά... κακοκεφιά  / μετά ... πυροτέχνημα κι αντάρα! ...»    

          Μέγα και ευγενές από κάθε άποψη θέμα ο έρωτας, που μόνο μέσα από πολυήμερα σεμινάρια θα μπορούσαν να μας τον διδάξουν ηγήτορες, που να έχουν πρακτική και όχι θεωρητική άποψη. Ο έρωτας δεν είναι ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό «εργαλείο», αλλά απαύγασμα της ζωής. Αυτό προσπαθεί να κάνει με τα ερωτικά ποιήματά της, τα «Τρυφερά Πατήματα» συμπυκνωμένα σ’ ένα «ερωτικό καμίνι», περνώντας μέσα από διάφορες διακυμάνσεις, η Στέλλα Ζαμπούρου-Φόλλεντερ, και κατά τη γνώμη μου το πετυχαίνει. Και, όπως προανέφερα, το πετυχαίνει γιατί τολμά. Η απόδοση ενός οποιουδήποτε ποιήματος, η ίδια η επιτυχία του, εξαρτάται από το αν ο συγγραφέας το έχει βιώσει. Ο ποιητής θα πρέπει να είναι τόσο «θύμα» όσο και «θύτης» για να προσεγγίσει το θέμα του.

          Τα στάδια του έρωτα, οι εκφάνσεις του μεταξύ του σήμερα και του χτες δεν έχουν πλέον καμιά σχέση μεταξύ τους. Ο όρος «ερωτευμένη», «ερωτευμένος» έχει ατονήσει· έχει εξαφανιστεί. Κι εδώ ο αντικαταστάτης των ερωτευμένων -ο έρωτας- έχει πάρει πλέον τη μορφή της «σύγχρονης ύλης». Ο σημερινός έρωτας, ανεξέλεγκτος σαν καβαλάρης πάνω σε αφηνιασμένο άλογο και οπλισμένος με τα σπαθιά της «ερωτικής φωτιάς» βρίσκει έδαφος και αλωνίζει. Όχι βέβαια ότι παλιότερα ήταν «αφοπλισμένος». Παλιότερα, αν και οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες αναμφίβολα ήταν πολύ σκληρότερες, φτιαγμένες από ατσάλι και απάνθρωπες («θεσμοί» προίκας, παρθενιάς, σογιού, πολικών φρονημάτων κ.λπ.) παρόλα αυτά παντού και πάντα θα τον έβρισκες. Με το: «ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ...» τον καλεί και η ποιήτρια, με διέγερση και πάθος όπως διαβάζουμε στους στίχους της: «Ορατά... αόρατα... χώσε με κάπου κοντά σου... / Βάλε με στο παρελθόν... / Ακούμπα με στο παρόν...  / Σπείρε με στο μέλλον...  /Κάνε με διασκέδαση... έρωτα... αγάπη... / πνευματική ολοκλήρωση... / Κάνε με φιλιά... πόθο... σκέψη  / που δεν σε αφήνω ποτέ...  /  Κάνε με αισιοδοξία σου... όνειρο  / που θα εκπληρωθεί ... / Κάνε τον κύκλο της ζωής μου να συμπληρωθεί... /  και να κλείσει με σένα... /  Κάνε με τρέλα... / Κάνε με την μόνη λογική  /  για σένα και για μένα !  /Κάνε με την αιτία / που ξυπνάς με χαμόγελο  / κάθε πρωί...»

          Στα φαράγγια και στις ρεματιές, στις χρυσοπόρφυρες ποδιές των πλαγιών τριγυρνούσε σαν ευχή δίπλα από κάποιο ρέμα, αγκαλιαζόταν με την αύρα και τα ουράνια τόξα, με τα πλατάνια και το μακάβριο «τζι!-τζι!» των τζιτζικιών. Ιδρωμένο και λαχανιασμένο στη γωνιά ενός αχουριού και σκεπασμένο με άχυρο, θα τον έβλεπες χορευτή στους ήχους κάποιας φλογέρας και θα αναστέναζε κι αυτός στα ερωτικά αναστενάγματα μιας βοσκοπούλας κι εκεί θα παραδινόταν. Στα ακρογιάλια αποκαμωμένος θα πλάγιαζε αφήνοντας το κύμα να σκάει στο βράχο, θα κουνούσε κάποια ψαρόβαρκα τεμπέλικα στα ήσυχα νερά της θάλασσας, στα βελουδένια δειλινά, στα ντυμένα με ασημί βράδια, πότε ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα μέσα στις ψηλές καλαμιές κάποιας λιμνούλας και γοητευμένος απ’ τη μουσική κομπανία των βατράχων και πότε σε πυρωμένες καρδιές θα χάριζε τη χαρά του. Μετά ο έρωτας θα μεταμορφωνόταν σε αγάπη!

          Οι «ανάκατες» διακυμάνσεις του έρωτα, δεν αφήνουν «εκτός παιχνιδιού» όσους συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Πολυπρόσωπος και «πολυμήχανος» είχε και εξακολουθεί να έχει και τις κακές του πλευρές, περισσότερες βέβαια σήμερα απ’ ότι χτες. Είναι φορές που απορρίπτεται (εάν και εφόσον προλάβει κανείς να τον απορρίψει) καταδικάζεται και εξορκίζεται.

          Όλα αυτά και άλλα θα τα βρει κανείς διαβάζοντας τα: «Τρυφερά Πατήματα» της Στέλλας. Η ποιήτρια, «ποιώντας» τον έρωτα, «ποιεί» το έτερο ήμισυ της ζωής μας. Η επιτυχία του έρωτα είναι να εξελιχθεί σε αγάπη. Για την επιτυχία θα πρέπει να ελέγχονται παράγοντες όπως η ζήλια και το παράφορο πάθος. Εδώ η ποιήτρια στο «ΩΡΑ ΑΓΑΠΗΣ...» μας περιγράφει ρεαλιστικά μια παράσταση: «Οι όμορφες αλήθειες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους  /  οι άνθρωποι που αγαπιούνται δεν πρέπει να προφέρονται συχνά... / Σαν το άρωμα το ακριβό και το  / σπάνιο που είναι σφαλιστό στο μπουκαλάκι για να μη  / ξεφεύγει η μυρουδιά  του σιγά-σιγά... έτσι κι η λέξη  / κρατά την δύναμη της ακέραια  όταν δεν  / ανακατώνεται συνέχεια στον άνεμο της ζωής... /Σ’ αγαπώ! Πες το μια φορά όπως το νιώθεις και μετά   / άστο να γίνει φως που δε σβήνει, αγέρας  / γλυκόπνοος που ποτέ δε σταματά...»      

          Για όλες τις εκφάνσεις του έρωτα και τις περιπλοκές του στα ανθρώπινα πλάσματα η Στέλλα έχει να καταθέσει τον ποιητικό λόγο της. Άλλοτε θηλυκός και γλυκός, άλλοτε μετριόφρων, υποχωρητικός και αποτρεπτικός ως προς την κυριαρχία του Εγώ, δίνει την ευκαιρία για: «ΑΝΑΚΩΧΗ». «Δόνησε σαν καμπανάκι  /  η ψυχή μου  σ’ ανάσταση...  /  Το φως χύθηκε στο δωμάτιο  / σε μια πλεξούδα  / από ηλιαχτίδες... / Άπλωσα το χέρι μου  /  και τις χάιδεψα...  / Και τα δάχτυλά μου  άγγιξαν  / τα δικά σου δάχτυλα  /  που με βρήκαν αόρατα   /  για να πιαστούμε ξανά / μεθυσμένα  / στον χορό της αγάπης...»

          Η θλίψη είναι ένα άλλο αρνητικό στοιχείο του έρωτα, ένα παράγωγο του Εγώ και άλλων κοινωνικών συντελεστών, που εξελίσσεται σε δυνατό «χαστούκι», και ξεπερνά κάθε άλλο ψυχικό και σωματικό πόνο. Κι εδώ η Στέλλα εξωτερικεύει τη «ΘΛΙΨΗ» που παίρνει διάφορες μορφές όπως: «Η ζωή μου έχει χρωματιστεί πια  / τα χρώματα της μοναξιάς...  / Το θυμωμένο φρύδι του κεραυνού  / γεμίζει τις νύχτες μου.... / η πίκρα ξεχύνεται   / στις ώρες που σέρνονται ... / κι ένας αγέρας χτυπά  /  σαν τύμπανο το παράθυρο  /  πούχει αφεθεί στη μοίρα του   /  να παιανίζει δυνατά  /  χωρίς κανέναν ρυθμό.../ την δική μου αβάσταχτη θλίψη...»

          Καταπληκτικός ο συνδυασμός που επιχειρεί με τα ερωτικά της η Στέλλα, προσπαθώντας να συνδέσει στο φορτισμένο ερωτικό κλίμα άλλες έννοιες, όπως Πατρίδα, οικογένεια, φίλους. Με μια «μολυβιά» διαγράφει το παρελθόν και ατενίζει το μέλλον στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου της, «ΠΕΡΑΣΑΝ». Η Στέλλα, κοπελίτσα κάποτε, με μαύρη ποδιά και άσπρο γιακά σε κάποιο γυμνάσιο της Κυψέλης στην Αθήνα, που είδε τον κόσμο μας από «πάνω» ταξιδεύοντας σε ασύνορους ουρανούς... «ποτέ δεν παραδέχτηκα σύνορα, γράφει στο βιογραφικό της, στην σκέψη μου, στα αισθήματά μου, στους ανθρώπους της γης, στις ευαισθησίες μου... στον τρόπο ζωής...» Και συνεχίζοντας με το «ΠΕΡΑΣΑΝ» κλείνει αυτή την ερωτική ανθολογία γράφοντας: «Η μέρα έγινε μέλι...   /  τίποτα σήμερα  /  δεν με μέλλει... /   Ρουφώ το φως  /  σαν διψασμένη  /  και νιώθω ξανά  /  ανανεωμένη...  / Τίποτα δεν με γονατίζει...  / Ούτε η ψυχή μου  / πια ελπίζει ...   /  Ούτε θέλω / να ξέρω τι θες  / καημός, πίκρα και λύπη   / πέρασαν όλα... αγάπη μου  /  στο χθες!...»

          Όπως και να ’χει, ο έρωτας είναι έρωτας. Και στη σημερινή εποχή οι νέοι μας δεν πάψανε να αγαπούν και να ερωτεύονται. Η καταναλωτική κοινωνία μας και οι κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες είναι αυτές που περιορίζουν ή γίνονται «διώκτες» οδηγώντας τον έρωτα στο «μοντέρνο» ρυθμό. Στη «δόμησή» του, όπως στην έλλειψη παιδείας, «αρχιτέκτονες» είναι οι άνθρωποι που δεν διαφέρουν από έναν «μηχανικό» που στήνει μια γέφυρα και πέφτει. Η αναζήτησή του και μόνο είναι δέος και γοητεία· θάμπος και κάλλος. Δεύτερος ήλιος στη ζωή μας· ενέργεια. Τάχα τι άλλο μας λέει η Στέλλα Ζαμπούρου-Φόλλεντερ με το βιβλίο της «Τρυφερά Πατήματα;»

(Η Στέλλα Ζαμπούρου-Φόλλεντερ είναι μέλος της ΕΕΛΣΠΗ  SFOLL33@aol.com)

 

Βάιος Φασούλας

Μάιος 2005, Γερμανία