The strong voice of a great community

Μάϊος 2005

Πίσω στο ευρετήριο

 

«Αχ! ετούτος ο αιώνας...».

Κριτική στο ποίημα του Βάιου Φασούλα, από την Ελευθερία Μπέλμπα, φιλόλογο-κριτικό.

 

            Ο Βάιος Φασούλας διαμόρφωσε ένα εκτενές έμμετρο ποίημα, στο οποίο αρχικά διαβλέπει κανείς το συνδυασμό της παραδοσιακής ποιητικής μορφολογίας με ένα θέμα που σχετίζεται με το σύγχρονο προβληματισμό του σκεπτόμενου ατόμου στην οικουμενική κοινωνία μας. Ο λόγος είναι πολύ επεξεργασμένος, προσεγμένη η επιλογή των λέξεων που σχηματίζουν τη ρυθμικότητα του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου και της ομοιοκαταληξίας που χρησιμοποιείται.

            Συγκεκριμένα βέβαια ο γράφων ως αφετηρία του λόγου του τοποθετεί τη χρονική μνεία που ανάγει το κείμενο σε κατάθεση ερωτήματος αναφορικά με την ποιότητα της εποχής που διανύουμε, («Αχ! ετούτος ο αιώνας, πώς θ’ αντιμετωπιστεί;»). έτσι ο αναγνώστης στη συνέχεια ενσωματώνεται στο κλίμα του προβληματισμού για την πορεία των καθεστώτων πραγμάτων. Μέσα από τη χρήση σχημάτων λόγου, όπως οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι προσωποποιήσεις («κι είμαστε μες στο χειμώνα, η φύση αγκομαχά, χιόνια, πάγοι, καταιγίδες και το κλίμα μας βογκά», «και σκιάχτρα καταστροφικά βαμμένα με το αίμα μαζί να τα γκρεμίσουμε βαθιά μέσα σε ρέμα»), ο ποιητής αποδίδει αλληγορικά σε κάποια σημεία την αρνητική εικόνα του κόσμου. Παράλληλα επικαλείται έννοιες που παραπέμπουν στα σημερινά κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα, προκειμένου να οριοθετήσει την επικρατούσα κατάσταση, («Ανεργία-αμαρτία, του αιώνα μας πληγή», «Μένος, Πόλεμος και θράσος, βία, θάνατος παντού»).

            Επιπρόσθετα επιχειρείται μια αξιολόγηση των συνθηκών ζωής που τείνουν να αναδείξουν τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες στην παγκόσμια κοινότητα κυρίως εκμεταλλεύσιμες, εκτεθειμένες σε διαρκείς δυσχέρειες, ενώ οι πηγές εξουσίας καθορίζουν τα λαϊκά συμφέροντα («Κυβερνήσεις, κυβερνήτες, υπερόπτες αρχηγοί εξελίχτηκαν σε δούλους από την υποταγή», «Ποιοι είν’ αυτοί, που λόγια λένε, πλάνης και ψευτιάς κι όλους μας θωρούν για βλάκες, θύματ’ απατεωνιάς;», «Σεις πουλάτε σαν χαρούπια, βία, μίση κι αρπαγή»). Ενδεικτική είναι η χρήση φράσεων της καθομιλουμένης στα σημεία, όπου χαρακτηρίζεται η κοινωνική δομή και οι κυρίαρχες δυσκολίες που την καθορίζουν στο σύγχρονο σκηνικό, όλα ετούτα επιτείνουν το ρεαλισμό στη μορφή.

            Εξάλλου γίνεται μια προσέγγιση των εξελίξεων στο χώρο της Ευρώπης, ιδίως σχετικά με το ζητούμενο της ενσωμάτωσής της στο κλίμα των πολεμικών επιχειρήσεων που πραγματοποιούν οι ισχυροί του πλανήτη κι επιζητούν τη συγκατάθεσή της. Εγείρονται απόψεις εύλογα της μηδαμινής δυναμικής των Ευρωπαίων πολιτικών και της ελλιπούς αυτοδιάθεσής τους, («Κι ακόμα να τους λέγαν, η Ευρώπη δεν πουλάει, την ειρήνη σαν την πόρνη, στα παζάρια δεν την πάει στους εμπόρους του Πλανήτη», «Για τους Άτλαντες να λένε, να τους κάνουνε θεούς κι όλοι οι ευρωηγέτες τους υμνούν και προσκυνούν;», «Να κοιτούν σαν θεατρίνοι πώς πετούνε τα πουλιά στης Ανατολής τα μέρη »). Ο συμβολισμός είναι ένας τρόπος έντεχνης κατάθεσης της οικτρής κατάστασης που εντοπίζεται στον ασιατικό χώρο που βάλλεται πολλαπλώς και ολοένα αφανίζεται και πολιτιστικά.

            Με μια διάθεση αυτοκριτικής επιπλέον ο Β. Φασούλας εστιάζει την ανάλυση των επιταγών της παγκοσμιοποίησης και στη λαϊκή δράση, («συνυπεύθυνοι πολίτες που δεν έχουν ακοή ν’ αφουγκράζονται τα πάθια», «κι ολόκληρη την τάξη που μας έχει υποτάξει μέσ’ απ’ την προπαγάνδα τη ζωή έχουν αλλάξει»). Η πραγματικότητα της βίας, της έλλειψης ανθρωπισμού, της τρομοκρατίας απασχολούν το σκεπτικό του γράφοντος, ώστε καταδεικνύεται η σχέση σύγχυσης που παρουσιάζεται ανάμεσα στις νόμιμες και άναρχες πηγές εξουσίας.(«Έτσι έχουν λειτουργήσει Άτλαντες κι Ευρωπαίοι, αλλά και οι Ασιάτες κι αυτοί είναι χαδεμένοι απ’ τη μια φίλους τούς βγάζουν, συνεργάτες εσαεί κι απ’ την άλλη τρομοκράτες και τρομοκρατούν μαζί      »). Τελικά πιστοποιείται πως η ανάληψη ευθυνών από την πλευρά των ομάδων των πολιτών θεωρείται διέξοδος, που δύναται να επιτευχθεί με την αντίσταση στους προπαγανδιστικούς στόχους, μέσα από ένα ύφος παραινετικό, («Κλείσ’ τα μάτια σου πολίτη το σκοτάδι για να δεις»). Η αφηγηματική αναδρομή στο παρελθόν σημαίνει τον παραλληλισμό των συγκυριών, κάτι που υποδεικνύει η ιστορική αλληλουχία, («λύσσαξαν οι Ευρωπαίοι να πιέζουν το νησί, πώς στη λήθη να περάσει ο Αττίλας, η σφαγή;»).

            Οι απειλές για το σύγχρονο ελληνισμό συνεπώς ανευρίσκονται στο χώρο του Αιγαίου και των Βαλκανίων, πράγμα που η συνείδηση του υπεύθυνου ατόμου δεν παραβλέπει ( «του Αιγαίου θάλασσές μας και πολλών άλλων νησίδων τάχα μέχρι πού μπορεί να φτάνουν τα θράση των νταήδων;» ). Οι αναταραχές στη Βαλκανική, («Με άχτι τα Βαλκάνια βουλιάξανε στα μίση φτωχές χώρες κι άμοιρες τους χάρτες τους έχουν σκίσει»), επισύρουν την ανησυχία για τις περαιτέρω εξελίξεις εκεί. Τίθεται το ερώτημα της πορείας των πραγμάτων στο μέλλον, με βάση την άσχημη οικονομικοπολιτική κατάσταση τώρα. Στη δικαιοδοσία των μέσων μαζικής ενημέρωσης επίσης ανευρίσκεται σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη διοχέτευση μηνυμάτων που αποπροσανατολίζουν τις επιλογές του κοινού τους, ( «τα Μέσα παγιδεύσαν για ν’ ασκούν πειθαρχική μια πολιτική με πάθια υπέρ πάντων των εχθρών π’ αντιστέκονται με σθένος στην ορμή των ισχυρών»).

Ασκείται  κριτική μάλιστα στη σημασία της πολιτικοποίησης σήμερα που έχει υποπέσει ως ελληνική αξία δημοκρατική, εφόσον συμπορεύεται με την παρουσία και τη δράση του ατόμου μέσα απ’ τους κομματικούς σχηματισμούς, με σκοπό την ανάδειξή τους ( «Έτσι θέλουνε να είσαι κόμματα και μουμουέ να μη βλέπεις τι συμβαίνει, άλαλος, κωφός κι ουαί»).         Συνάμα και οι παρασπονδίες στο χώρο της εκκλησίας παρουσιάζονται να αμαυρώνουν την ορθόδοξη παράδοση, ενώ καθηλώνουν την προσοχή τής κοινής γνώμης στο θρησκευτικό τυπικό, την τυπολατρία, αλλοιώνοντας τον πολιτισμό. («Αν σου μάθανε μονάχα να μιλάς θρησκευτικά χειροφίλημα να δίνεις στων παπάδων ιερά χέρια»).

Επιχειρείται ένας παραλληλισμός βέβαια της συντελούμενης πραγματικότητας στην Ελλάδα με το χώρο του απόδημου ελληνισμού. Με διάθεση ειλικρίνειας και παρρησίας ο ποιητής σηματοδοτεί την κατάσταση, συνεπώς η έλλειψη ομοψυχίας, κοινής συμπόρευσης, συλλογικότητας αποτελούν τα αρνητικά δεδομένα, στα οποία προσαρμόζεται η πλειοψηφία ανατρέποντας κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, («Ψέματα δω, ψέματα κει, έχεις πλέον κουραστεί Κι όταν ακούς λέξεις, «αδέλφια» νιώθεις βαριά ντροπή και στη ράχη ανεβαίνει σύγκρυο παγωμένο και η τρίχα σαν αγκάθι, άγριο, θυμωμένο».

Χαρακτηριστικά, όπως η αλαζονεία, η επίταση του προσωπικού συμφέροντος έναντι του ομαδικού, ο ατομικισμός, παραμορφώνουν το προφίλ του Έλληνα και αποδίδονται με σκωπτική διάθεση ακόμα, στα πλαίσια της σκόπιμης αποβολής κάθε σοβαροφάνειας, («Με την υπεροψία του, την ακαταδεξιά του μυγιάγγιχτος μη και σταθεί μύγα στα κέρατά του»). Μια διάθεση επομένως δυσαρέσκειας εγείρει τον προβληματισμό του αναγνώστη για το θέμα της χρησιμοθηρικής στάσης των επιτήδειων που καρπώνονται τα δίκαια των λαϊκών ομίλων, («Μα αυτοί θεό δεν έχουν και στα σύννεφα πετούν πάντα μας περιγελάνε και τον ίδρο μας σκορπούν, που σκοπός τους έχουν βάλει να τρυγούνε τα λεφτά και στους απολογισμούς να γράφουν έργα τρανταχτά »).  

Με άλλα λόγια η διαφθορά, η γραφειοκρατία, η μονιμότητα καταγγέλλεται ως κακό «σύνδρομο» του διοικητικού συστήματος. Μέσα από μια αλληγορία ο Β. Φασούλας παριστάνει την πονηρή τακτική του γαϊδουριού, που συμπλέει με την έννοια της λαϊκής αντίδρασης απέναντι σε οποιοδήποτε εγχείρημα της προπαγάνδας να αλιεύσει τη συναίνεσή του σε λογής αποφάσεις, με πλαστό αντίτιμο τη διάθεση δήθεν να ικανοποιήσει τα συλλογικά δικαιώματα, («Και στο νου σου φτάνει το γαϊδούρι απ’ το χωριό… τρώγοντάς θα το ξέρω πως αυτό θα με δροσίσει»). Στο ίδιο κλίμα επανέρχεται ο γράφων με αφορμή τα οικονομικά προβλήματα στην αναπτυγμένη Ευρώπη, που έχουν αντίκτυπο στην επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων («στην Ευρώπη δεν υπάρχει παραδάκι, δυστυχώς, κι ο κοσμάκης όσο πάει γίνεται και πιο φτωχός» ). Μάλιστα οι άποροι, οι άστεγοι θεωρούνται επικρατούντες όμιλοι, που διαρκώς αυξάνονται, (« Απ’ τους κάδους μέσα βγάζουν της ημέρας τους φαΐ πότε ψάχνουν κάνα ρούχο»), και διογκώνεται έτσι το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, όσο κι αν ως όρος κάτι τέτοιο έχει πια εξοβελιστεί

Παράλληλα προσεγγίζεται και το ζήτημα της συνύπαρξης των ανθρώπων στις πολυπολιτισμικές  χώρες πλέον. Η έννοια της παράδοσης, της εθνικής ταυτότητας, των φυλετικών ιδιαιτεροτήτων του καθενός παραμερίζονται. Το αίτημα του ποιητή συνακόλουθα αποτελεί η εξασφάλιση της ομόνοιας, της αρμονικής συμπόρευσης, της ειρήνευσης, της αυτονομίας («Προστάτες μας να κάνουμε τη λευτεριά κι ειρήνη, λάβαρα να τα σκώσουμε να διώξουμε τη δίνη»). Επιπρόσθετα μια τάση ενδοσκόπησης καλλιεργείται με την επισήμανση της αναγκαιότητας της επιστροφής στο ανθρώπινο παρελθόν μιας ξεχασμένης παιδικότητας, της αθωότητας, της ευγενούς άμιλλας μεταξύ των ανθρώπων σε κοινωνίες παραδοσιακές που σήμερα συνιστούν την ιστορικότητα μόνο, («Κάτι καλά απ’ το παρελθόν έχεις και τα φυλάς, της μάνας σου και του σπιτιού κι όλης της γειτονιάς»).

Μόνο έτσι μπορεί κανείς να μορφοποιήσει τη συνείδησή του, ανασύροντας τις διαχρονικές αξίες, θέτοντας σε νέες βάσεις ουμανιστικές τις διαπροσωπικές δοσοληψίες, αποβάλλοντας την ιδιοτέλεια, τον ωφελιμισμό ως δεσπόζουσες συνθήκες ζωής, («Αυτά κρατάς για θύμισες, για πάντα και για τώρα κι αυτά τείνουν να λείψουνε στην έρμη σου τη χώρα»).Τέλος ο ποιητής διαπιστώνει τη ματαιότητα των πραγμάτων σε μια εποχή ασυδοσίας, μοναχικότητας, απομονωτισμού ως επί το πλείστον, («κι εγώ μονάχος τρέμω στριμωγμένος στη γωνιά λέξη δεν μπορώ ν’ αρθρώσω, στο κορμί μου παγωνιά»).

 Η αρνητική χροιά της σύγχρονης πορείας των πραγμάτων σηματοδοτείται μέσα από μια αλληγορική παράσταση, αριστοτεχνικά δοσμένη: το σύγχρονο άτομο εικονίζεται πάνω στο άλογο που ταυτίζει κυρίως με το χάροντα. Παρακολουθούμε την έλευση του θανάτου, που τρομοκρατεί τον άνθρωπο, εγείρει την άρνησή του, μα καθορίζει και το μηδαμινό της ύπαρξής του, («μέχρι που το μαύρο άτι γύρισε πια πλευρικός για να δω πάνω στη ράχη μια ολοσκότεινη σκιά μαύρη πιότερ’ απ’ τη νύχτα κι έχω χάσει τη μιλιά»). Έτσι κατατίθεται η απόγνωση, η αδυναμία, η αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στα δεδομένα του καιρού του, καθώς δε δύναται να προβάλλει αντιστάσεις αργοπορημένα πια, («Χλιμιντρίσματα, τρομάρες, πάει πια, θα γκρεμιστώ λίμνη πορφυρή γρικάω, δεν μπορώ να κρατηθώ λάβα είναι»).

Η μανία αυτοκαταστροφικότητας διαπνέει τα πάντα, απειλεί την επιβίωση στη γη. Το ποίημα τελικά αντιλαμβανόμαστε ότι εμπνέεται ως εφιαλτικό όνειρο που τελικά θα αφυπνίσει τον άνθρωπο με το ρεαλισμό του. Χρησιμοποιείται πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με εξωτερική εστίαση, δηλαδή εμφαντικά ο προβληματισμός του ποιητή μεταβιβάζεται στο δέκτη και εκπορεύεται απ’ αυτόν πλέον. Επομένως γίνεται έναυσμα επαγρύπνησης για τον αναγνώστη.