The strong voice of a great community
Μάρτης, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

 

    Τουρκία: Το Τέλος ενός Τρομοκράτη

                                                       Του Θωμάς Στεφ. Σάρα

 

Για τις Τουρκικές διοικήσεις η υπόθεση του σεβασμού των δικαιωμάτων των λαών ήταν απλά μια φιλολογία η οποία εξυπηρετούσε τις πολιτικές σκοπιμότητες των Οσμανλήδων ανάλογα με τις εποχές και τα πολιτικά συμφέροντα των κρατούντων. Για έναν ολόκληρο αιώνα οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας, καυχιόνται για το εκδημοκρατισμένο τους πολιτικό σύστημα. Παρά δε το γεγονός ότι έχουν διατεθεί δις. δολαρίων σε προπαγανδιστικές εκστρατείες προκειμένου να πεισθεί η διεθνής κοινή γνώμη για την Τουρκική δημοκρατία, η ουσία παραμένει μία και μόνη: ότι πίσω από το προσωπείο της λαϊκής θέλησης συνεχίζουν να κρύβονται τα ίδια θεοκρατικά συμφέροντα τα οποία οδήγησαν στις σφαγές των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της χώρας και κυρίως στις Γενοκτονίες των Αρμένιων, των Ελλήνων του Πόντου, της Ιωνίας, της Σμύρνης και των νησιών του Αιγαίου.

Το γεγονός της στείρας άρνησης των σημερινών κυβερνήσεων της Τουρκίας να αναγνωρίσουν και απολογηθούν  για αυτές τις αγριότητες των προγόνων τους σαν μια ειλικρινή προσπάθεια μεταμέλειας και καλής πίστης, η σημερινή κυβέρνηση του Έρντογάν και των φανατικά Μουσουλμάνων συνεργατών του, συνεχίζουν την ίδια πολιτική, επικαλούμενοι την ανάγκη ασφάλειας των “πολιτών” των περιοχών που κατοικούνται από τους καταπιεζόμενους Κούρδους.

Αλλά όμως η πολιτική αυτή, για πρώτη φορά, ξεπέρασε κάθε επιτρεπτό όριο καθώς η κυβερνώσα ομάδα του Ερντογάν,  προσπάθησε να δημιουργήσει συνθήκες ανοικτής σύγκρουσης και με το συνταγματικό κατεστημένο της χώρας, καθώς πέρασε νομοθετήματα τα οποία έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με τις διατάξεις του συνταγματικού χάρτη, οι οποίες απαιτούν το σεβασμό στην αρχή του διαχωρισμού της πολιτικής εξουσίας από τις θρησκευτικές επιρροές.

Όπως ήταν επόμενο ο γενικός εισαγγελέας της χώρας τελικά υποχρεώθηκε να παρέμβει και σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις να ζητήσει την διάλυση του κομματικού μηχανισμού του κυβερνώντος κόμματος της “Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης” του Ερντογάν.

Η προσφυγή του εισαγγελέα στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας ζητά την αποδοχή του κομματικού μηχανισμού ως αντισυνταγματικού και επίσης ζητά από το δικαστήριο να απαγορεύσει σε 71 μμέλη του κόμματος να πολιτευθούν για τα επόμενα πέντε χρόνια. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και ο σημερινός πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρησέτ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς επίσης και ο πρόεδρος της χώρας Αβδουλάχ Γκιούλ.

Η κίνηση αυτή του εισαγγελέα, όπως ήταν επόμενο  άνοιξε τους ασκούς του Άκωλου, αφήνοντας τους ανέμους μιας νέας πολιτικής κρίσης να αγκαλιάσει ολόκληρο τον πολιτικό ορίζοντα της χώρας. Όπως ήταν επόμενο η κίνηση αυτή του εισαγγελέα χώρισε την κοινωνία της Τουρκίας σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που προσβλέπουν στις αρχές της πολιτικής διαθήκης του Κεμάλ Ατατούρκ και τους άλλους που πιστεύουν ότι η Τουρκία θα πρέπει να ακολουθήσει τις ηθικές αρχές διοίκησης που υπαγορεύει το Κοράνι. Μια πραγματικότητα που θέλησε να επιβάλει η ομάδα του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν.

Υπέρ της απόφασης του εισαγγελέα τάχθηκε αμέσως ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Άγκυρας Ηασάν Γκερσεκέρ ο οποίος δήλωσε ότι αποτελεί υποχρέωση του εισαγγελέα η λήξη μέτρων για την προστασία του συντάγματος.

Παράλληλα με δική τους ανακοίνωση 26 κοσμήτορες νομικών σχολών των Πανεπιστημίων της Τουρκίας, τάχθηκαν στο πλευρό του εισαγγελέα και με κοινή δήλωσή τους τονίζουν την “ανάγκη σεβασμού στις αποφάσεις και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ως απαραίτητη αρχή της δημοκρατίας”. Ακόμα τονίζουν ότι η δικαιοσύνη οφείλει να παραβλέψει τις πολιτικές πιέσεις στις οποίες υπόκειται αλλά αντίθετα οφείλει να σεβασθεί τις υποχρεώσεις της για την προστασία των αρχών του συντάγματος. “Προστατεύοντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, προστατεύεται η ίδια η πολιτεία και κατοχυρώνεται η  ισχύς του νόμου”, προσθέτει η διακήρυξη των νομικών ακαδημαϊκών. Από τη δική της πλευρά η Ουάσιγκτον και η Ευρώπη τάχθηκαν ανοικτά υπέρ της κυβέρνησης του Ερντογάν και κατηγόρησαν την παρέμβαση του εισαγγελέα ως μη δημοκρατική. Ακόμα, σε αρθρογραφία της εφημερίδας “New York Times” υποστηρίζεται η ανάγκη αντίδρασης της κυβέρνησης για την καταστολή κάθε προσπάθεια της συντηρητικής αντιπολίτευσης των στρατιωτικών και της δικαιοσύνης.

Βέβαια φαινομενικά η κρίση ξεκίνησε από το γεγονός της αποδοχής νομοθεσίας η οποία επιτρέπει σε φοιτήτριες Πανεπιστημίων της Τουρκίας να φορούν την μαντίλα στο κεφάλι τους, όπως ακριβώς απαιτεί το Κοράνι. Πέραν τούτου όμως η σύγκρουση ξεκίνησε από το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Άγκυρας κάτω από την πίεση της Ουάσιγκτον και κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποχρεώθηκε να σταματήσει τις πολεμικές της επιχειρήσεις στο βόρειο Ιράκ εναντίον των μαχητών του κινήματος για την ανεξαρτησία του Κουρδιστάν, και να ανακαλέσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις εισβολής πίσω στη χώρα. Η κίνηση αυτή, όπως ήταν επόμενο εξαγρίωσε το στρατιωτικό παρακράτος της χώρας το οποίο όμως από το φόβο δημιουργίας εμποδίων στον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, προτίμησε να καλυφθεί πίσω από την κίνηση του νομοθετικού να προστατεύσει τον συνταγματικό χάρτη της χώρας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η χώρα γνωρίζει μια νέα πολιτική κρίση.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε σχετική αρθρογραφία του Γιλμάζ Οζτουνά, στην ημερήσια Τουρκιγιέ, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: “Μια κρίση δημοκρατίας στην Τουρκία, ας την απαγορεύσει ο Θεός, θα ικανοποιήσει τους εχθρούς μας θα μας μετατρέψει σε χώρα η οποία θα παραμείνει πίσω από άλλες χώρες οι οποίες υπήρξαν επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και θα γίνει αιτία να υποφέρει ο λαός ο οποίος θα καταφεύγει στις ξένες πρεσβείες ζητώντας προστασία. Κάθε υπεύθυνος πολιτικός θα πρέπει να διερωτηθεί: Πραγματικά ποιό ήταν το σφάλμα μου, τι ήταν εκείνο που δεν έπρεπε να κάνω. Και φυσικά θα πρέπει να βρεθεί η πρέπουσα απάντηση. Και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης επίσης, από την κορυφή έως τον τελευταίο παράγοντα θα πρέπει να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Διότι το ερώτημα είναι ένα εάν πραγματικά δεν υπήρξαν σφάλματα τότε γιατί η Τουρκία βρέθηκε ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες της πολιτικής κρίσης. Πραγματικά είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος για όλους, κυρίως όμως για την Ελλάδα και την Κύπρο, οι οποίες προφανώς θα υποστούν τις σοβαρότερες επιπτώσεις σε περίπτωση κάποιας αλλαγής του πολιτικού κατεστημένου της χώρας. Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει η ιστορία, ότι όταν ένα στρατιωτικό κίνημα ανατρέπει μια δημοφιλή κυβέρνηση, οφείλει να στρέψει την προσοχή των μαζών και να αναθερμάνει τον εθνικισμό τους, προκειμένου να αιτιολογήσει την κατάλυση των ελευθεριών του.

Είναι λοιπόν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος ας την παρακολουθήσομε.