The strong voice of a great community
Μάρτης, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

  

Να η Αθήνα!!!

Γράφει ο Διονύσης Ε. Κονταρίνης  Νέα Υόρκη  Μάρτιος 2008

denniskontarinis@yahoo.com

 

Πέρα από κάθε αμφιβολία, η Αθήνα είναι η μόνη πόλη σε όλο τον κόσμο, που έχει τραγουδηθεί όσο καμιά άλλη. Αμέτρητα τα ποιήματα και τα τραγούδια που της έχουν αφιερωθεί τόσο από ξένους όσο και από Έλληνες μουσικούς και ποιητές. Τραγούδια και ποιήματα που μιλούν για τις ομορφιές της, για τα μνημεία της, για τα χρώματά της. Τραγούδια και ποιήματα που μιλούν για τον ουρανό της, τις ακρογιαλιές της.

Κι΄η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης  γης το δαχτυλίδι, γράφει για την Αθήνα ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς στο ποίημα του η φλογέρα του βασιλιά. Κι΄ευτυχώς που δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, για να δει την Αθήνα, την ζαφειρόπετρα, πως είναι σήμερα.

Είχα την ευτυχία να ζήσω σαν νεαρός την Αθήνα των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60. Μία Αθήνα, που πραγματικά πρόβαλε μες΄στα γαλάζια όπως τραγουδούσε η αξέχαστη Σοφία Βέμπο. Μπορώ να πω πως νιώθω μία ξεχωριστή ευτυχία που συγκαταλέγομαι σ΄αυτούς που έζησαν την Αθήνα κείνης της αλησμόνητης εποχής.

Ήταν τότε, που περπατούσαμε στους δρόμους της, τη νύχτα, χωρίς να γυρίζουμε  φοβισμένοι το βλέμμα μας πίσω για να δούμε μήπως μας ακολουθεί κανένας ληστής, κανένας εγκληματίας, κανένας δολοφόνος.

Η πανέμορφη τότε Φωκίωνος Νέγρη, στην Κυψέλη, αλλά και πάρα πολλοί άλλοι χώροι, τα καλοκαιρινά βράδια γέμιζαν από κόσμο, που αμέριμνος απολάμβανε το ποτό του ή το γλυκό του μέχρι τις πρωινές ώρες χωρίς το φόβο κάποιου απροόπτου.

Όταν σχολούσαν τα θέατρα και οι κινηματογράφοι όλα τα γύρω καφενεία και ζαχαροπλαστεία γέμιζαν από τους απλούς ανθρώπους της που απολάμβαναν την αθηναϊκή καλοκαιρινή νύχτα. 

Στις Πλάκας τις ανηφοριές, τα γραφικά ταβερνάκια φιλοξενούσαν τους θαμώνες τους που απολάμβαναν την ρετσίνα τους προσπαθώντας με ατέλειωτες συζητήσεις, να λύσουν όλα τα πολιτικά προβλήματα που δεν μπορούσαν να λύσουν οι κυβερνήσεις.

Καμιά φορά κάποιες ξεχασμένες κιθάρες ακουγόντουσαν στης νύχτας τη σιγαλιά,

να γεμίζουν τον γύρω χώρο με τις αξέχαστες μελωδίας τους. Η καντάδα συνέχιζε να είναι ένα κομμάτι από τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Κι΄άξαφνα άνοιγε δειλά και κάποια  γρίλια για να φανεί η κοπελιά και να στείλει ένα φιλί στον αγαπημένο της.

Οι αυλές και τα μπαλκόνια της Πλάκας ήσαν γεμάτα από τις γλάστρες με τα βασιλικά, τις ματζουράνες, τα γεράνια και πιο πέρα μιαν  αυλόπορτα που κρύβεται η μισή απ΄τ΄αγιόκλημα κι΄απ΄την περικοκλάδα σκορπούσε απλόχερα το άρωμά της και γέμιζε τα μικρά δρομάκια ολόγυρα. Ήταν τότε η εποχή, που και οι Θεοί κατέβαιναν στην Πλάκα να πιούνε ρετσίνα.

Τα ζευγαράκια άφοβα απολάμβαναν την αγάπη τους στα σκοτεινά δασάκια και κάτω από τ΄αστέρια του ουρανού αντάλλασσαν όρκους αιώνιας αγάπης

Ο αστυφύλακας γύριζε άοπλος ανάμεσά μας έτσι μόνο για να σπαταλήσει τον χρόνο της υπηρεσίας του. Σταματούσε, κοιτούσε γύρω του, χαμογελούσε σε όλους. Καμιά φορά κάποια παρέα τον κερνούσε ένα ποτηράκι. Κι΄αυτός το έπινε, τους ευχαριστούσε  και προχωρούσε για την πάρα πάνω στράτα. Κι΄εμείς τότε, κοιτούσαμε τον αστυφύλακα, μ΄ένα μόνο φόβο. Μη μας κάμει την παρατήρηση γιατί φορούσαμε κόκκινες γραβάτες. Ήταν τότε, κείνη την εποχή μετά τον Εμφύλιο, που το κακείνο ενοχλούσε ακόμη και σαν χρώμα

Τα βράδια του καλοκαιριού οι αυλές, οι ταράτσες και τα μπαλκόνια γέμιζαν από τις στρωματσάδες, που στρώναν οι απλοί άνθρωποι, για να κοιμηθούν κάτω από τον γεμάτο αστέρια ουρανό, απολαμβάνοντας λίγη δροσιά.

Ήταν πραγματικά τότε η εποχή, που το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο, Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη και Βιέννη μπρος στην Αθήνα καμιά μα καμιά σας δεν βγαίνει, ήταν μία αξιοζήλευτη πραγματικότητα. Ήταν τότε που η Αθήνα ήταν μία ανθρώπινη πόλη για ανθρώπους.

Τα χρόνια που κύλησαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν την πόλη των Θεών, έκαμαν ό,τι μπορούσαν για να καταστρέψουν την χιλιοτραγουδημένη Αθήνα. Προφητικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα λόγια της παλιός αθηναϊκής καντάδας. Λες και σ΄είχαν άχτι και σε κάναν στάχτη σαν γριά μ΄αχτένιστα μαλλιά. Γιατί πραγματικά σήμερα η Αθήνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μία γριά με αχτένιστα μαλλιά.

Η ομορφιά και η φρεσκάδα της ανήκουν πλέον σε κάποιο μακρινό παρελθόν.

Σήμερα η Αθήνα έχει πάρει τη μορφή μίας πολυεθνικής πόλης. Με τη βοήθεια της εγκληματικής παγκοσμιοποίησης η ανεξέλεγκτη είσοδος λαθρομεταναστών, αυτών που τόσο ανεύθυνα ονόμασαν “οικονομικούς μετανάστες”μεταμόρφωσε την χιλιοτραγουδημένη Αθήνα σε μία πόλη φάντασμα του παλιού καλού εαυτού της. Λαθρομετανάστες από τριτοκοσμικές χώρες, ως επί το πλείστον, ήταν επόμενο όχι μόνο να μην προσφέρουν αλλά να διαμορφώσουν έναν άλλο τρόπο ζωής για την πόλη.

Η Αθήνα έχει γίνει μία πόλη των γκέτο. Και το κάθε γκέτο έχει τους δικούς του νόμους, την δική του διοίκηση και τον δικό του τρόπο ζωής. Επόμενο ήταν η μορφή της πόλης να αλλάξει.

Η αυλόπορτα με το αγιόκλημα και την περικοκλάδα έδωσε τη θέση της στο τσιμέντο για να χτιστούν τα σπίτια – κελιά. Οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις ματζουράνες έφυγαν από τα παράθυρα των σπιτιών και τη θέση τους πήραν τα κάγκελα ασφαλείας. Οι πόρτες θωρακίσθηκαν με διπλές και τριπλές κλειδαριές. Οι αυλές περιφράχτηκαν με κιγκλιδώματα. Τα σπίτια εφοδιάστηκαν με αυτόματους συναγερμούς. Κι΄οι κάτοικοί της κλεισμένοι στα σπίτια - φυλακές εύχονται να μην αντιμετωπίσουν τα χειρότερα.

Η Αθήνα, για τους κατοίκους της. έγινε μία πόλη που μοιάζει με μία απέραντη φυλακή.

Η εγκληματικότητα βρίσκεται σε μία διαρκή έξαρση. Οι άνθρωποι της πόλης κυκλοφορούν πλέον με συντροφιά τους το φόβο. Οι ληστείες ανθρώπων, καταστημάτων και τραπεζών είναι πλέον σε ημερήσια διάταξη. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών γίνεται στους δρόμους της πόλης μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια των έντρομων κατοίκων της. Κι΄ο Αθηναίος μάταια ζητάει κάποιο ίχνος ασφάλειας σε κάποιο σημείο της πόλης. Κάτι που δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον.

Ποιοι ευθύνονται για την κατάντια της Αθήνας. Μα ποιοι άλλοι από αυτούς που υποτίθεται ότι κυβερνούν την χώρα. 

Το αθηνοκεντρικό κράτος που φρόντισαν να δημιουργήσουν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις αποτέλεσε την αιτία ώστε να χάσει η Αθήνα την παλιά καλή της μορφή και να γίνει η πόλη φάντασμα που είναι σήμερα.