The strong voice of a great community
Μάρτης, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

 

 Το παράπονο ενός βιβλίου.

 

Γράφει ο Διονύσης Ε. Κονταρίνης  Νέα Υόρκη Μάρτιος 2008

denniskontarinis@yahoo.com

 

 

Φίλοι μου γεια σας. 

Είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενιτιάς. Ένα βιβλίο που έχει γράψει κάποιος δικός μας, Έλληνας μετανάστη. Απόδημος, όπως αρέσει να τους ονομάζουν. Κάποιοι λένε ότι είμαι ένα καλό βιβλίο αλλά δεν με αγοράζουν. Άλλοι λένε ότι δεν αξίζω τίποτα και ούτε αυτοί με αγοράζουν. Πάντως εγώ είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενιτιάς. Έχω ένα όμορφο εξώφυλλο με μία έγχρωμη φωτογραφία από κάποιο τοπίο. Ο τίτλος του βιβλίου είναι γραμμένος με μεγάλα γράμματα. Στο οπισθόφυλλό μου είναι η βιογραφία αυτού του φουκαρά που με έγραψε. Εκεί, σ΄αυτό το οπισθόφυλλο,αναφέρει  τις σπουδές του, τους τίτλους του, τους αγώνες του, τι έχει γράψει και τι άλλο θα γράψει – αν τα καταφέρει – και έχει και μία φωτογραφία του.  Είναι συμπαθητικός παρ΄όλη την καράφλα του,την σκοροφαγωμένη γενειάδα του  και την κάπως κακοφτιαγμένη  μύτη του. Κατά τα άλλα είναι καλός. Πολύ καλός. Σαν άνθρωπος εννοώ. Σαν συγγραφέας, εγώ τι να πω; Αν κάποιος αποφασίσει να με διαβάσει ίσως να πει μία γνώμη.

Είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενιτιάς λοιπόν σαν όλα τα άλλα. Έχω κι΄εγώ τις σελίδες μου με τα νούμερά τους, έχω όμορφα γράμματα και μερικές φωτογραφίες.

Κατοικώ σ΄ένα ελληνικό παντοπωλείο της Νέας Υόρκης. Δεν έχει σημασία αν είναι στην Αστόρια, στο Μπρούκλυν, στο Φλάσινγκ. Σημασία έχει ότι είναι ένα ελληνικό παντοπωλείο που με φιλοξενεί – καλοσύνη του - με την ελπίδα να με πουλήσει να πάρει κάποια δολάριο και να πάρει και άλλα λίγα αυτός ο φουκαράς που στραβώθηκε να με γράψει.

Βέβαια θα μπορούσα να κατοικώ στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου παρέα με άλλα βιβλία και όχι με τις ελιές και τις σαρδέλες. Βλέπετε όμως κανείς δεν φρόντισε να υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο για μας. Για τα ελληνικά βιβλία της ξενιτιάς. Ποιος να φροντίσει;

Εδώ, στο παντοπωλείο που βρίσκομαι έχω τη τιμή να συγκατοικώ με τις ελιές και τις σαρδέλες. Μη γελάτε!! Τι συντροφιά περιμένατε να έχω σε ένα παντοπωλείο; Και δεν είναι μόνο αυτές. Λίγο πιο πέρα διακρίνω κάτι τυριά, σε κάποια ράφια είναι τα όσπρια κι΄ακόμη υπάρχουν ταραμοσαλάτες, τυροκαφτερές, διάφορα τουρσιά, λακέρδες, χταποδάκι ξιδάτο φύλλο για μπακλαβά και καταΐφι και πολλά άλλα. Όλοι μαζί πιστέψτε με είμαστε μία πάρα πολύ όμορφη παρέα.

Η αλήθεια είναι πως σαν πρώτα’ορθά εδώ όλοι αυτοί με κοίταξαν  με κάποια απορία. Ένα βιβλίο ανάμεσά μας, αναρωτήθηκαν. Τι ζητάει εδώ μέσα. Βέβαια εγώ δεν τους έδωσα σημασία. Προσπάθησα να κρατηθώ στο ύψος μου. Να κρατήσω τη θέση μου. Είμαι ένα βιβλίο, έλεγα στον εαυτό μου. Ένα ελληνικό βιβλίο της ξενιτιάς. Δεν θα γίνω το ίδιο με τις ελιές και τις σαρδέλες!! Με τον καιρό όμως συνήθισα. Άρχισα να τους συμπαθώ όλους εκεί μέσα. Κι΄ακόμη άρχισε να μην με ενοχλεί η μυρουδιά του μπακάλικου.

Παρακολουθώ τους πελάτες που έρχονται  για να ψωνίσουν. Αγοράζουν από όλα τα είδη. Κανείς τους όμως δεν ρίχνει μία ματιά και σε μένα. Βλέπω  τις ελιές και τις σαρδέλες να φεύγουν, να έρχονται άλλες, να φεύγουν κι΄αυτές κι΄εγώ μένω εκεί. Κανείς δεν με κοιτάζει. Καμιά φορά κάποιος μου δίνει και μία σπρωξιά γιατί τον εμποδίζω να δει καλύτερα τις ελιές και τις σαρδέλες. Ένας άλλος πάλι με πήρε και με πέταξε πάνω σ΄ένα τσουβάλι με φασόλια γίγαντες. Ένιωσα άσχημα παρ΄όλη τη συμπάθεια που έχω για τα φασόλια γίγαντες.

Κάπου-κάπου περνάει αυτός ο ταλαίπωρος που με έγραψε, ο συγγραφέας που λένε, ρίχνει μία ματιά, βλέπει πως είμαι εκεί και φεύγει απελπισμένος. Τον λυπάμαι τον κακομοίρη. Αλλά τι να του κάνω κι΄εγώ. Ήρθε στην ξενιτιά για να προκόψει κι΄αντί να πάει να πουλάει ελιές και σαρδέλες πήρε να γράφει βιβλία. Ποιος του φταίει;

Μία μέρα που μπήκε στο μπακάλικο το αφεντικό του έβαλε τις φωνές.

-Φίλε. Πάρε τη σαβούρα σου από δω να μου αδειάσεις το χώρο. Τον χρειάζομαι για να βάλω άλλα πράματα να βγάλω κάνα δολάριο.

-Εν τάξει άνθρωπέ μου, του λέει ο δικός μου, ο συγγραφέας. Θάρθω αύριο να τα πάρω. Θα πάνε όλα για τη χωματερή.

Τώρα βέβαια εγώ δεν ξέρω τι είναι η χωματερή αλλά φαντάζομαι ότι θα είναι κάτι χειρότερο από το μπακάλικο γιατί τον είδα, τον δικό μου, σε μία στιγμή να δακρύζει. Έσκυψε, με πήρε στα χέρια του, με κοίταζε καλά-καλά και είδα το δάκρυ που κυλούσε από το μάτι του. Τον λυπήθηκα τον φουκαρά. Γι΄αυτό σας λέω φίλοι μου. Κάντε κάτι. Προωθήστε αυτό το γράμμα μου όπου μπορείτε. Στείλτε το σε όλους όσους νομίζετε ότι μπορούν να με αγαπήσουν. Δείξτε το στους δικούς σας, στους συγγενείς σας, στους, φίλους σας. Μα πιο πολύ δείξτε το στα παιδιά σας. Μην αρχίσουν κι΄αυτά να γράφουν ελληνικά βιβλία της ξενιτιάς γιατί τα βλέπω να καταντάνε σαν τον δικό μου, τον συγγραφέα. Φίλοι μου. Βοηθήστε με. Δεν θέλω να πάω στη χωματερή. Στείλτε το γράμμα μου όπου μπορείτε. Προς Θεού όμως. Σας παρακαλώ μην ενοχλήστε την ελληνική Κυβέρνηση, το Υπουργείο Πολιτισμού, την Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού, το ΣΑΕ, την Αρχιεπισκοπή. Οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να ασχοληθούν με μένα. Έχουν άλλα πιο σοβαρότερα να κάμουν. Αφήστε τους αυτούς. Μην τους δημιουργήσετε πρόβλημα. Αμφιβάλω αν γνωρίζουν τι είναι το ελληνικό βιβλίο της ξενιτιάς.

Γεια σας φίλοι μου. Φεύγω για την χωματερή.