The strong voice of a great community
Μάρτης 2006

Πίσω στο ευρετήριο

  Κύπρος: δέσμια των σκοπιμοτήτων

         Του ΘΩΜΑ ΣΤΕΦ. ΣΑΡΑ 

 

Ύστερα από αγώνες και θυσίες ετών και την τελική αποδοχή της ως ισότιμου μέλους της μεγάλης κοινότητας των ευρωπαίων, ήταν επόμενο o κυπριακός ελληνισμός να έχει κάθε λόγο και αιτία να ευελπιστεί για τη τελική δικαίωση των στόχων του που είναι η επανένωση του διχοτομημένου βίαια νησιού και η επανάκτηση της εθνικής του ανεξαρτησίας.

Το γεγονός της αποδοχής της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αποδοχή, από πλευράς της, ορισμένων κανόνων οι οποίοι είναι αυτονόητοι και συμβαδίζουν με τις υποχρεώσεις των μελών της κοινότητας στις μεταξύ τους διακρατικές σχέσεις, αποτέλεσαν τα κύρια στοιχεία για τη δημιουργία αυτών των ελπίδων, οι οποίες μέχρις ενός σημείου μπορούν να χαρακτηρισθούν ευνόητες και φυσιολογικές.

Το πρόβλημα ωστόσο συνέχισε να ταλαιπωρεί τόσο τη Κύπρο όσο και την Ευρώπη, καθώς σε κάθε περίπτωση η Τουρκία φρόντιζε να ξεπερνά τις υποχρεώσεις της, βασισμένη πάνω στη πραγματικά υπέροχο διπλωματικό της μηχανισμό, και τις διεθνείς φιλίες του πραγματικά χαρισματικού πρωθυπουργού της Ερντογκάν.

Στην πραγματικότητα η δυνατή προσωπικότητα και η προσωπική συμβολή του πρωθυπουργού του Τούρκου πρωθυπουργού, είναι εκείνα που έπεισαν τις κυβερνήσεις των ευρωπαίων εταίρων καθώς επίσης και την Ουάσιγκτον με το Λονδίνο για την ανάγκη αποδοχής πολιτικών υποχωρήσεων από τη πλευρά των μηχανισμών της κοινότητας.

Είναι γνωστόν ότι από την ανάληψη της εξουσίας και μέχρι σήμερα, ο Ταγίπ Ερντογκάν, κατόρθωσε να πείσει τους πάντες για τον τρομερό κίνδυνο που αντιμετωπίζει καθημερινά η κυβέρνηση του και η δημοκρατία στη Τουρκία, από τους παράλογους στρατηγούς οι οποίοι συνεχίζουν να διοικούν τη χώρα, έχοντας τη κυβέρνηση υπόχειρη του παρακρατικού μηχανισμού τους.

Παράλληλα όμως και η διεθνείς συγκυρίες και κυρίως τα πολεμικά μέτωπα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η στρατηγική θέση της χώρας στην γειτονιά το Ιράν και της Μέσης Ανατολής, έδωσαν στη Τουρκία μια μοναδική διπλωματική και στρατηγική σπουδαιότητα, τη οποία όμως κατόρθωσε και η ίδια να εκμεταλλευτεί απόλυτα.

Έτσι λοιπόν και ενώ η Ουάσιγκτον αντιλαμβανόταν τις αδυναμίες της στην αντιμετώπιση του ανταρτοπόλεμου του Ιράκ και του Αφγανιστάν, και την άρνηση του Ιράν να πάψει να υποστηρίζει και να ενισχύει τα ανταρτικά κινήματα των φανατικών Μουσουλμάνων και της Γκάϊντα, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας καθημερινά δυνάμωνε περισσότερο, με αποτέλεσμα την αποδοχή αιτιάσεων και απαιτήσεων οι οποίες ξεπερνούσαν κάθε έννοια της νομοθεσίας και των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Πέραν τούτου η προθυμία της Τουρκίας να αποδεχθεί την υψηλή επικαρπία και διοίκηση της Κύπρου από την Βρετανία, την οποία ουσιαστικά επέβαλλε το Σχέδιο Ανάν, και την εκφρασμένη άρνηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνό-Κυπρίων στη πρόταση αποδοχής των παλαιών αποικιοκρατών, για δεύτερη φορά, ως ρυθμιστών των τυχών τους, ήταν επόμενο να δημιουργήσει στενότερες φιλίες και συμπάθειες με το Λονδίνο, το οποίο σε κάθε ευκαιρία φρόντισε να κάνει φανερά αυτά του τα αισθήματα.

Η παθητική αποδοχή, εξ άλλου, των κυβερνήσεων της Ελλάδας αυτών των πρωτοβουλιών της Τουρκίας και η χωρίς δημόσια αντίδραση ή αντίλογο στη διεθνή κοινότητα δημιούργησαν τη ψευδαίσθηση ότι η Αθήνα πραγματικά προσπαθούσε να υφαρπάξει τα δίκαια των Τούρκων και Τουρκοκυπρίων.

Η Τουρκία, από τη δική της πλευρά, ήταν καλυμμένη έναντι του ΝΑΤΟ και των συμμάχων με το έγγραφο Λούνς, το οποίο επιβεβαίωνε την αποδοχή του πολιτικού κατεστημένου της Ελλάδας για “δικοινοτική”και διζωνική λύση του Κυπριακού και γενικά υποχωρήσεις σε όλες τις αξιώσεις της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, των πετρελαίων της Σαμοθράκης και τέλος ειδικού καθεστώτος των Τούρκων της Θράκης. Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα η Αθήνα δεν φαίνεται να έχει και πολλά περιθώρια ελιγμών από αυτές τις δεσμεύσεις των Καραμανλή, Μητσοτάκη και Παπανδρέου. Έτσι τουλάχιστον ερμηνεύεται το γεγονός της πρόσφατης υπουργοποίησης της κυρίας Μπακογιάννης, κόρης του Μητσοτάκη με υπευθυνότητα στο Υπουργείο Εξωτερικών, και την προετοιμασία της για την πρωθυπουργία της χώρας.

Το σενάριο αυτό πάντως σκόνταψε πάνω στην θέληση του Κυπριακού Ελληνισμού, ο οποίος στην μεγάλη του πλειοψηφία αρνήθηκε να ακολουθήσει τις υποδείξεις των έμμισθων πρακτόρων της Ουάσιγκτον, του ΝΑΤΟ και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και να απορρίψει το προτεινόμενο σχέδιο το οποίο ουσιαστικά επανέφερε την επικυριαρχία της Βρετανίας και αναγνώριζε δικαιώματα πάνω στο νησί στην Τουρκία.  Αυτή ήταν και η ποιό δραματική στιγμή στην ιστορία του κυπριακού.

Θα πρέπει να τονισθεί επίσης ότι η “βροντερή” άρνηση των Κυπρίων ψηφοφόρων να αποδεχθούν τα συμφωνημένα του πολιτικού τους κατεστημένου και εκείνου της Αθήνας, δημιούργησε νέες πολιτικές πραγματικότητες οι οποίες στην ουσία καταθορύβησαν τους πατρόνους της διεθνούς πολιτικής σκακιέρας και άρχισαν νέες πιέσεις πάνω στην Αθήνα και τη Λευκωσία.

Όταν κάποια φορά είχα την ευκαιρία να αναφερθώ για το κυπριακό σε Καναδό υπουργό, ο τελευταίος μου έδωσε τη διαβεβαίωση ότι οι υπεύθυνοι της όλης κατάστασης είναι οι Έλληνες πολιτικοί και μόνον αυτοί. “Όλοι μας δεχόμαστε πιέσεις”, μου δήλωσε, “πιέσεις καθημερινές για διάφορα θέματα, πλην όμως όλοι μας αρνούμαστε να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις υποδείξεις, σε κάθε περίπτωση γίνεται αναφορά στα συμφέροντα και τη θέληση των ψηφοφόρων μας, αυτό είναι κάτι το οποίο αμφιβάλλω εάν το εφαρμόζουν και οι Έλληνες πολιτικοί οι οποίοι πολλές φορές μας προβληματίζουν και δημιουργούν σύγχυση σχετικά με τις επιδιώξεις και την πολιτική τους.”

Η απάντηση του χωρίς να φανερώνει κάτι καινούργιο, απλώς έρχεται να επιβεβαιώσει το μόνιμο πρόβλημα των Αθηνών, την ύπαρξη πραγματικής εθνικής πολιτικής ηγεσίας.

Το Φλεβάρη του 2005, άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες των Αμερικανών να διαβρώσουν την αντίσταση των ΕλληνοΚυπρίων με την προσφορά οικονομικής βοήθειας στη Τούρκο-Κυπριακή διοίκηση και έναν αριθμό επισκέψεων στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές. Το γεγονός αποτελούσε μια μοναδική ασέβεια σε κάθε έννοια του διεθνούς δικαίου και του σεβασμού του δικαιώματος της αυτοδιοίκησης των λαών. Δυστυχώς και πάλι η Αθήνα προτίμησε να παραμείνει σιωπηλή, σε αντίθεση με την ομογένεια της Αμερικής και του Καναδά, που ξεσηκώθηκε και άρχισε έναν ανυποχώρητο αγώνα ενάντια σε μια πραγματικά ατιμωτική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες συνέχισε η Τουρκία να δημιουργεί καθημερινά και νέους προβληματισμούς στη πορεία της προς τον εξευρωπαϊσμό. Συνέχισε να αρνείται να αναγνωρίσει τη νόμιμη διεθνώς κυβέρνηση της Κύπρου, απέφυγε οποιαδήποτε δέσμευση έναντι των υποχρεώσεών της και συνέχισε να παραβιάζει τη συνοριακή γραμμή και τον εναέριο χώρο τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου.

Είναι βέβαιο ότι η Άγκυρα ενεργούσε με γνώμονα πάντοτε τα συμφέροντά της και τη γνώση των νεκρών αμερικανών στρατιωτών στη γειτονιά της.

Το σπουδαίο είναι ότι για άλλη μια φορά η Άγκυρα διαβεβαίωνε την Ευρώπη ότι ο “κακός λύκος” ήταν οι στρατηγοί της οι οποίοι δεν επέτρεπαν καμία υποχώρηση στις απαιτήσεις της έναντι της Κύπρου και της Ελλάδας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις ανάγκες των αμερικανών στο Ιράκ και την επερχόμενη σύρραξη στο Ιράν και προφανώς την Συρία, δυνάμωσαν διπλωματικά την Άγκυρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρνείται να αποδεχθεί οποιαδήποτε υπόδειξη της Ένωσης.

Ήταν το Μάρτη του 2006 που για πρώτη φορά ο ευρωπαίος επίτροπος υπεύθυνος για το μεγάλωμα της ΕΕ, ζήτησε από τη Τουρκία να εφαρμόσει πλήρως το πρωτόκολλο της τελωνειακής ένωσης των μελών της ομάδας, σε σχέση με το Κυπριακό.

Σύμφωνα μάλιστα με τις δηλώσεις του επιτρόπου η τελευταία συνάντηση του Προέδρου της Κύπρου με το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ήταν σημαντική και ότι οι δύο ηγέτες υποστήριζαν την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών για εξεύρεση κάποιας κοινά αποδεκτής δυνατής λύσης.    

Σε ερώτηση σχετική με την πιθανότητα άρνησης της Τουρκίας να εφαρμόσει την υποχρέωση αποδοχής των Κυπριακών προϊόντων και πλοίων, ο επίτροπος τόνισε ότι κάτι παρόμοιο θα σήμαινε διακοπή των διαπραγματεύσεων, εάν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη το δικαίωμα βέτο των κρατών μελών της Ένωσης.

Για άλλη μια φορά ο Τούρκος υπουργός των εξωτερικών Γκιούλ, απαντώντας στις δηλώσεις τόνισε ότι σύμφωνα με τη δική του αντίληψη ο τρόπος των διαπραγματεύσεων απλά αποτελεί μια τεχνική λεπτομέρεια, και ότι δεν είναι σωστό να γίνεται παρεμβολή πολιτικών κριτηρίων σε αυτή τη τεχνική διαδικασία. Απαιτήσεις για την εφαρμογή του επιπρόσθετου πρωτόκολλου μπορούν να υπάρξουν μόνον όταν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τους τομείς της μεταφοράς, της τελωνειακής ένωσης και της ελεύθερης μετακίνησης των υπηρεσιών.

Όσο για το κυπριακό, αυτό σύμφωνα με τον Τούρκο ΥπΕξ ότι απλώς αποτελεί υπόθεση των Ηνωμένων Εθνών.

Την ίδια μέρα επισκέφθηκε τον Ευρωπαίο Επίτροπο και η ΥπΕξ της Ελλάδος Ν. Μπακογιάννη, με τον οποίο συζήτησε τις θέσεις της Ελληνικής πλευράς, η Ελληνίδα Υπουργός τόνισε για άλλη μια φορά την εποικοδομητική στάση που έχει δείξει η Ελλάδα ως προς την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και δήλωσε ότι από την ΄Αγκυρα εξαρτάται η πρόοδος  ικανοποίησης των κριτηρίων, των υποχρεώσεων και των προαπαιτούμενων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου για την επέκταση της Τελωνειακής Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη.

Σχολιάζοντας, εξ άλλου, τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Άγκυρα και τη σύγκρουση δικαιοσύνης και στρατού ο ευρωπαίος επίτροπος δήλωσε ότι “ δεν θα πρέπει να δραματοποιούμε την κατάσταση, άλλωστε η Τουρκία, έχει αυτή τη στιγμή όλες τις δυνατότητες να αποφύγει τις κακές εξελίξεις” με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι της Ευρώπης.(εφημ. Star της Τουρκίας).

                                   Μια Απειλή σαν απάντηση

Από τη δική της πλευρά η ημιεπίσημη κυβερνητική εφημερίδα της Τουρκίας Χουρριέτ, την επομένη των γεγονότων, με άρθρο του συντάκτη της Ferai Tinc, αναφερόταν στην ανάγκη υποχωρήσεων από την πλευρά της Κυπριακής Κυβέρνησης. Σύμφωνα με έκθεση που συνέταξαν ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας από κοινού με τον πρώην ΥπΕξ της Αυστραλίας, ( Lord Chris Patten and Gareth Evans), ισχυρίζεται ο συντάκτης του άρθρου κυβέρνηση της Κύπρου είναι υποχρεωμένη να δεχθεί συμβιβασμούς από κοινού με την Τουρκοκυπριακή διοίκηση και να μην παρεξηγεί τον ενθουσιασμό και την προσπάθεια της Τουρκίας να γίνει μέλος της Ε.Ε. διότι “ενδέχεται σε τελευταία ανάλυση, εάν η Κύπρος δεν δεχθεί αυτή τη λύση, να χάσει η Τουρκία τον ενθουσιασμό της για την Ευρώπη οπότε θα χαθεί μαζί του και κάθε πιθανότητα εξεύρεσης λύσης του Κυπριακού.

Παράλληλα η κυβέρνηση της Άγκυρας φρόντισε να δηλώσει ότι μέχρι το ερχόμενο θέρος η Τουρκία θα αρχίσει την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας της εναρμονισμένης με τις ευρωπαϊκές επιταγές, έτσι ώστε να ξεπεραστούν και τα υπόλοιπα εμπόδια.

Τέλος και με αιτία το γεγονός ότι τα Ηνωμένα Έθνη δεν έδειξαν καμία διάθεση να αναφερθούν πάνω στο αναμασημένο σχέδιο λύσης του κυπριακού που ο Τούρκος ΥπΕξ παρουσίασε σαν καινούργιο, σύμφωνα με την Τουρκική ημερήσια (Toyrkiye),

Ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γ.Γ. των Η.Ε. στην Κύπρο Michael Moller, θεωρήθηκε ως αιτία για αυτή την αλλαγή και ως εκ τούτου η Άγκυρα ζήτησε την αντικατάσταση του κ. Moller, με την αιτιολογία ότι πρόσκειται στην ΕλληνοΚυπριακή πλευρά.

Σύμφωνα με την αρθρογραφία ο ΥπΕξ της Τουρκίας Gul ζήτησε την αντικατάσταση του ειδικού αντιπροσώπου του Γ.Γ. λόγω του ότι η στάση του έναντι της Τουρκίας και των ΤουρκοΚυπρίων δεν ήταν ν πρέπουσα. Όταν δε ο εκπρόσωπος του Γ.Γ. ζήτησε να συναντηθεί με τους Τούρκους για να συζητήσει το όλο θέμα, η Τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε να τον δεχθεί.

Τέλος με μεγάλη πλειοψηφία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδέχθηκε την έκθεση του ευρωβουλευτή Έλμαρ Μπρόκ τη σχετική με το έγγραφο στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διεύρυνση. Η έκθεση καλεί την Τουρκία να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις της από τη συμφωνία της Τελωνειακής Ένωσης, χωρίς να κάνει καμία αναφορά για τα κατοχικά στρατεύματα της Κύπρου και τους έποικους που έχει εγκαταστήσει εκεί η Τουρκία. Μια τροπολογία Έλληνα ευρωβουλευτή που απέβλεπε στην απομάκρυνση όλων των στρατευμάτων από το νησί τελικά απορρίφτηκε. Ο τουρκικός Τύπος και η Κυβέρνηση της Άγκυρας γιόρτασαν το γεγονός σαν μια μεγάλη επιτυχία για την οποία εργάσθηκαν σκληρά.

Στην έκθεση του Γερμανού ευρωβουλευτή καλείται η τουρκική κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει ότι η μονομερής δήλωσή της, με την ευκαιρία της υπογραφής του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Άγκυρας, δεν αποτελεί τμήμα της διαδικασίας κύρωσης στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, δίδοντας έτσι την ευκαιρία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να επικυρώσει το πρόσθετο πρωτόκολλο.

Χωρίς αμφιβολία ήταν μια δύσκολη στιγμή στο δρόμο της δικαίωσης των πόθων της Κύπρου, αντίθετα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί  σαν μια στιγμή της πραγματικότητας, ότι δηλαδή η Κύπρος βρίσκεται αιχμάλωτη των πολιτικών σκοπιμοτήτων και επιδιώξεων της διεθνούς διπλωματίας και είναι υποχρεωμένη να δέχεται αυτούς τους ταπεινωτικούς παρεμβατισμούς υπομονητικά.