The strong voice of a great community
Ιούνης 2007

Πίσω στο ευρετήριο

 Η συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Εμπειρία και προοπτικές

Του Φάνη Μαλκίδη

 Στην Κομοτηνή βρέθηκε  η Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών στα πλαίσια του ετήσιου εκπαιδευτικού ταξιδιού της στη Θράκη, η οποία  παρέμεινε στην περιοχή  μέχρι και τις 27 Απριλίου.  Με την ευκαιρία της παρουσία της εδώ η Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και συγκεκριμένα ο  Τομέας  Διεθνών Σχέσεων διοργάνωσε την Τετάρτη 25 Απριλίου ημερίδα με θέμα «Η συνθήκη της Λωζάννης, εμπειρία και προοπτικές».

Στην ημερίδα που είχε ως αντικείμενο τις σύγχρονες πλευρές της πάντα επίκαιρης Συνθήκης της Λοζάννης, συμμετείχαν οι 21 ακόλουθοι Πρεσβείας -που παρακολουθούν την ετήσια εκπαίδευση στη Διπλωματική Ακαδημία- με επικεφαλής τον διευθυντή της Ακαδημίας, πρέσβη Κυριάκο Ροδουσάκη.
Η Συνθήκη
  στη Λοζάννη, «αφορούσε ρύθμιση θεμάτων από τον πρώτο  παγκόσμιο Πόλεμο και επίσης από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Τουρκία, αντισυμβαλλόμενο κράτος, ενώ ήταν ηττημένη δύναμη στο Μεγάλο Πόλεμο, αλλά νικήτρια στον Μικρασιατικό Πόλεμο, πρέπει να δεχθούμε ότι εξέρχεται ενισχυμένη από το πακέτο αυτών των Συνθηκών. Στις Συνθήκες αυτές προβλέπονται ανταλλαγές πληθυσμών. Είναι μια πρόνοια, η οποία δεν συνηθίζεται παρά μόνο μετά από πόλεμο. Προβλέπεται νομικό καθεστώς για τις μειονότητες. Προβλέπεται καθεστώς για τα νησιά του Αιγαίου και για τα στενά. Έχει διατυπωθεί η άποψη, σε ό,τι αφορά στα ζητήματα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ότι τα κείμενα αυτά έχουν ξεπεραστεί από νεότερα και πιο σύγχρονα ευρωπαϊκά κείμενα. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ένα πακέτο Συνθηκών που ρυθμίζουν ζητήματα, και όχι μόνο τα θέματα μειονοτήτων, οι Συνθήκες αυτές συμβάλλουν στη διατήρηση μιας σταθερότητας και ισορροπίας όχι μόνο στις διμερείς σχέσεις, αλλά σε ολόκληρη την Νοτιοανατολική Ευρώπη και υπ’ αυτή την έννοια έχουν λόγο και ρόλο ύπαρξης.


Ο Φάνης Μαλκίδης στην ημερίδα για τη συνθήκη της Λωζάννης ανέφερε τα εξής:
 


1. Εισαγωγή

Το προσφυγικό ζήτημα   με την έλευση στην Ελλάδα των Ελλήνων από την Τουρκία, οι εσωτερικές εξελίξεις με την  ανάληψη της εξουσίας λόγω των «κρισίμων εθνικών περιστάσεων»  από την  επαναστατική επιτροπή (συνταγματάρχες Πλαστήρα , Γονατά και αντιπλοίαρχο Φωκά) η  ανασυγκρότηση   της στρατιάς του Έβρου που αποτέλεσε ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο  στη Λωζάνη  η απομάκρυνση  του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο ορισμός του Ελευθέριου Βενιζέλου ως διπλωματικού εκπροσώπου της χώρας, και η παραπομπή σε δίκη και τελικά η εκτέλεση ως υπεύθυνων για την καταστροφή, Δ.Γούναρη, Ν. Στράτο, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή ,Ν. Θεοτόκη ,Γ. Χατζηανέστη (15 Νοεμβρίου 1922), ήταν μερικά από τα επακόλουθα της καταστροφής του Ελληνισμού της Τουρκίας.Ο ελληνικός λαός απέδωσε την καταστροφή στην πολιτική ηγεσία της χώρας η οποία προέκυψε μετά τις εκλογές του 1920 καθώς και στις παρεμβάσεις της Παλατιού . 

Οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις που διαδεχόταν η μια την άλλη ,αμέσως μετά την καταστροφή του Θρακικού , Ιωνικού , Ποντιακού Ελληνισμού και την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων , κατέφευγαν στη λήψη αντιλαϊκών και αντιδραστικών μέτρων (λογοκρισία ,απαγόρευση δημοσίων συγκεντρώσεων) για να κατασιγάσουν τα οξυμένα πνεύματα ,να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη και να αντιμετωπίσουν τα φλέγοντα ζητήματα που αφορούσαν κυρίως αυτή τη διαρκή συρροή πολυάριθμων προσφύγων και την περίθαλψή τους, καθώς και την επιβολή της στρατιωτικής πειθαρχίας στο αποδεκατισμένο και καταπτοημένο στράτευμα.

Η αλλαγή επτά υπουργών Οικονομικών σε διάστημα 4 μηνών από την επαναστατική κυβέρνηση υπό τον   Πλαστήρα  ,φανερώνει το μέγεθος των προβλημάτων σε μια χώρα που δέχτηκε 1.300.000 και πλέον πρόσφυγες. Συνολικά στο κρίσιμο αυτό διάστημα  ,από το 1924 μέχρι το 1928 , μεσολάβησαν, 10 πρωθυπουργοί τρεις εκλογές και έντεκα στρατιωτικά κινήματα ή τελεσίγραφα και ο πρόεδρος της δημοκρατίας επαύθη μια φορά και άλλες δυο φορές παραιτήθηκε .Σ’ αυτήν την περίοδο λύθηκε ,προσωρινά, και το πολιτειακό ζήτημα, αφού υπήρξε η ανακήρυξη της ελληνικής αβασίλευτης δημοκρατίας, πριν καταλυθεί από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά το 1936, που επανέφερε το βασιλιά Γεώργιο το Β’. 
 Η κατάρρευση του μετώπου είχε άμεσα αποτελέσματα και στις μεγάλες δυνάμεις που ένιωθαν τώρα πιο κοντά τις κεμαλικές δυνάμεις του τακτικού στρατού και των άτακτων  ανταρτών (ceteler). Έτσι οι Σύμμαχοι επιδίωξαν και πέτυχαν   ανακωχή ,των εχθροπραξιών,  που υπογράφτηκε στα Μουδανιά στις 11 Οκτωβρίου 1922 χωρίς τη σύμπραξη της ελληνικής αντιπροσωπείας.

Ο στρατηγός Μαζαράκης,  που μαζί με τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Σαρηγιάννη αποτελούσαν την ελληνική αντιπροσωπεία ,  αρνήθηκε αρχικά να υπογράψει την ανακωχή, χωρίς άδεια της κυβέρνησης και απόφασης της Βουλής των Ελλήνων.  Οι σύμμαχοι και ιδιαίτερα οι Άγγλοι, που κατά τη διάρκεια των διωγμών που εξαπέλυσε ο τουρκικός  στρατός ,εναντίον των ελληνικών πληθυσμών,  στέλνουν  μεγάλα τμήματα του αραβικού στρατού της Μεσοποταμίας και καταλαμβάνουν τη Μοσούλη,  ένιωθαν τώρα έντονα στο Canak kale την παρουσία του κεμαλικού τουρκικού στρατού απουσία των ελληνικών δυνάμεων,  επιδίωξαν  την ανακωχή , εξασφαλίζοντας τα συμφέροντά τους , κυρίως  τον έλεγχο των Στενών και τη διατήρηση των οικονομικών  τους προνομίων (διομολογήσεις). Το ίδιο πράττουν , οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, ενώ η κυβέρνηση των Σοβιέτ είχε υπογράψει πριν 2 χρόνια, το σύμφωνο Φιλίας, με το de jure καθεστώς του Kemal στην Τουρκία  ενισχύοντας ταυτόχρονα το στρατό του. 

Ο Μustafa Kemal στις 4 Οκτωβρίου 1922 προσφωνώντας την Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση διακήρυττε ότι επιδίωκε την «πλήρη εκκένωση του εχθρού  από κάθε τμήμα του έθνους μας» προεξοφλώντας και την οριστική αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την ανατολική Θράκη, ενώ  ένα χρόνο αργότερα  στην πρώτη επέτειο της νίκης του (Σεπτέμβριος 1923)  δήλωσε σε πανηγυρική ομιλία του στη μεγάλη τουρκική εθνοσυνέλευση ,«δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην  Μικρά Ασία ,δεν ηττήθη ο γενναίος Ελληνικός στρατός ,η πολιτική του ηγεσία  ηττήθη», δίνοντας την δική του ερμηνεία στο θετικό αποτέλεσμα του τουρκικού αγώνα ανεξαρτησίας. 

Ο ελληνικός στρατός με τη συνθήκη ανακωχής των Μουδανιών, διατάχθηκε να εκκενώσει ,όχι μόνο τη Μικρά Ασία , όπου εκεί πλέον γραφόταν ο τραγικός επίλογος μιας ιστορικής παρουσίας πολλών αιώνων ,αλλά μέσα σε 15 μέρες και  την Ανατολική Θράκη όπου υπήρχαν μεγάλες δυνάμεις του και εύρωστο ελληνικό στοιχείο, ενώ στον Πόντο συνεχιζόταν η γενοκτονία που στοίχισε 353.000 ζωές Ελλήνων. Συνολικά 1500.000 Έλληνες περίπου , έφυγαν ως πρόσφυγες από την Θράκη,, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Ιωνία, και ήρθαν στην Ελλάδα.

2. Μετά τη Σμύρνη
Η ανακωχή των Μουδανιών όριζε ότι έπρεπε να συγκληθεί διεθνής συνδιάσκεψη για την υπογραφή τελικής συνθήκης ειρήνης ,δηλαδή μιας συμφωνίας που θα διασφάλιζε ουσιαστικά
  τα οικονομικά συμφέροντα των Συμμάχων ,τα οποία κινδύνευαν από την εγκαθίδρυση της νέας κεμαλικής εξουσίας και από το διαφαινόμενο κίνδυνο   εξάλειψης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.  Λίγο  πριν τη σύναψη της συνθήκης της Το πρώτο θέμα που απασχόλησε τις ενδιαφερόμενες πλευρές ήταν το ποιες χώρες θα προσκαλούνταν στις διαπραγματεύσεις, που είχαν προγραμματισθεί για την Λωζάννη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαβίβασαν όμως με τη διπλωματική διαδικασία, στις κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας ότι όφειλαν στις νέες ρυθμίσεις να λάβουν υπόψη τους και τα αμερικανικά συμφέροντα , που ταυτιζόταν με την συνέχιση της  πολιτικής των «ανοιχτών θυρών» , για περαιτέρω οικονομική διείσδυση στη νέα   Τουρκία   , θέματα που τέθηκαν παράλληλα και από τους ίδιους τους Αμερικανούς , σε απευθείας επαφές με την νέα κεμαλική ηγεσία .

Ο Αμερικανός υπουργός των εξωτερικών Houtz πριν από την πρώτη σύσκεψη στη Λωζάννη έστελνε οδηγίες, για το ίδιο ζήτημα  στους πρεσβευτές των ΗΠΑ ,στο Λονδίνο , Παρίσι και Ρώμη στις 30/10/1922,  όπου δινόταν η εντολή στους αμερικανούς διπλωμάτες να κάνουν γνωστό στις  κυβερνήσεις των δυτικών Δυνάμεων ότι δεν θα ανεχτούν απ’ αυτές, οι ΗΠΑ να μην ληφθούν σοβαρά υπόψη τους τα αμερικανικά συμφέροντα στη εγγύς Ανατολή.  Τελικά οι Η.Π.Α πήραν μέρος στη Διάσκεψη Ειρήνης στη Λωζάνη ,   ως παρατηρητές ,με αντιπροσώπους τον αμερικανό πρεσβευτή τον ναύαρχο Bristol ύπατο αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη, τον ειδικό για ανατολικά θέματα Grew που αργότερα θα δηλώσει ότι «οι Έλληνες υπήρξαν αρκετά ενοχλητικοί στη Λωζάννη», ένα  στέλεχος της Standard Oil και τον Lewis Heck που ασχολούταν  τη αγορά πετρελαίων στην Κωνσταντινούπολη.    

 Οι δυνάμεις της Entente στην προετοιμασία της διάσκεψης ειρήνης ,δεν επιθυμούσαν την παρουσία αντιπροσώπων της Σοβιετικής Ένωσης, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που ενδεχόμενα θα υποστήριζαν, από αντιιμπεριαλιστικό ζήλο και άλλους δικούς τους λόγους  τα τουρκικά συμφέροντα και συμφώνησαν να προσκαλέσουν τη σοβιετική αντιπροσωπεία, μόνο όταν θα συζητούσαν το πρόβλημα των Στενών .Την  1η Δεκεμβρίου θα φτάσει  στη Λωζάννη ο σοβιετικός υπουργός των εξωτερικών, Chicherin  για να παραβρεθεί στη συνεδρίαση , για το ζήτημα των Στενών.  
  Στις 8 /20 Νοεμβρίου 1922, αρχίζει η διάσκεψη  της Λωζάνης -εκείνη την εποχή  ζούσαν ακόμη στη Μικρά  Ασία 400.000 Έλληνες,  την Κωνσταντινούπολη 300.000  και στον Πόντο 100.000 εκτός τους κρυπτοχριστιανούς- που διήρκησε συνολικά 9 μήνες με  ενδιάμεση διακοπή 75 ημερών . O Λόρδος Κorzon πρότεινε τη δημιουργία τριών επιτροπών, την  πολιτική που θα συζητούσε τα εδαφικά προβλήματα στην οποία πρόεδρος ορίστηκε ο ίδιος, η οικονομική που θα εξέταζε το πρόβλημα του χρέους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ,όπου πρόεδρος διορίστηκε Γάλλος αντιπρόσωπος αφού  οι Γάλλοι τραπεζίτες ενδιαφερόταν άμεσα γι’ αυτό και η νομική που θα ασχολούταν με το θέμα των μειονοτήτων  , στην οποία  πρόεδρος ορίστηκε Ιταλός διπλωμάτης ,αφού η παρουσία του εκεί δυνάμωνε τις ελληνοιταλικές αντιθέσεις και διευκόλυνε τα αγγλικά σχέδια για την εκμετάλλευση της Ελλάδας σαν πιόνι εκβιασμού προς την Τουρκία. Αντιπρόσωποι της Ελλάδας στη διάσκεψη της Λωζάνης ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Δημήτριος  Κακλαμάνος, πληρεξούσιος Υπουργός στο Λονδίνο.

Αντιπρόσωποι από κεμαλικής πλευράς   ήταν ο Ismet Pasa ,Υπουργός των Εξωτερικών και  βουλευτής Αδριανουπόλεως ,ο πρώην βουλευτής Τραπεζούντας Hassan Bey και ο Riza Nour Bey Υπουργός της Υγιεινής και Κοινωνικής Περιθάλψεως και βουλευτής Σινώπης, για τον οποίο μαρτυρίες ανέφεραν ότι πήρε μέρος στους διωγμούς εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Ιωνίας και του Πόντου. 

Οι κεμαλικοί  που ήταν πλέον η μοναδική και αδιαμφισβήτητη δύναμη εξουσίας στην πρώην οθωμανική επικράτεια και ο  de facto, συνομιλητής στη Λωζάννη   αντιτάξανε το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους», συνεχίζοντας , την εθνικιστική δυναμική που είχε αναπτυχθεί με το Κίνημα των Νεότουρκων (1908). Η τουρκική αντιπροσωπεία  δεν ερχόταν στη Λωζάννη για να υπογράψει μια συμφωνία που θα την υπαγόρευαν οι μεγάλες δυνάμεις ,αλλά να διαπραγματευτεί μια  συνθήκη ειρήνης πάνω στην αρχή του νέου εθνικού κεμαλικού τουρκικού κράτους και την εδραίωση του τουρκισμού εις βάρος των μειονοτήτων της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας . Η νέα εθνικιστική Τουρκία είχε βγει ενισχυμένη από τον πόλεμο και αποφασισμένη να διεκδικήσει με όλες τις δυνάμεις την εκπλήρωση των εθνικών της στόχων . 
  Από αγγλικής πλευράς επικεφαλής ήταν  ο Υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Κorzon  που ήταν και o πρόεδρος της διάσκεψης , «λόρδος των πετρελαίων της Μοσούλης» όπως ονομάστηκε και συνέχισε να είναι αντιπρόσωπος της Βρετανίας ακόμη και μετά την πτώση της κυβέρνησης συνασπισμού του Lloyd George,  της ιταλικής ο Μousolni  ο οποίος πλησίασε τους Έλληνες αντιπροσώπους στηρίζοντας για δικούς τους λόγους  το εγχείρημα προέλασης του ελληνικού στρατού στην ανατολική Θράκη και μετά τη διακοπή των εργασιών της διάσκεψης , παραχώρησε τη θέση του στο μαρκήσιο Garoni και της γαλλικής ο πρωθυπουργός Pouankare, στον οποίο ο Βενιζέλος  είπε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων ότι ,«η  Γαλλία πρόδωσε την Ελλάδα». 

Οι αξιώσεις των Τούρκων απέναντι στην Ελλάδα στη διάσκεψη , όπου  o Ελβετός  πρόεδρος Hubb ευχήθηκε  «όπως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος είναι ο τελευταίος εν τη ιστορία της ανθρωπότητος» ήταν :πολεμικές αποζημιώσεις , παραχώρηση της Δυτικής Θράκης ,(τελικά αν το 51% της μείζονος Μακεδονίας μετά τους βαλκανικούς πολέμους ανήκε στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό για τη Θράκη ,βόρεια,ανατολική ,δυτική, ήταν κατά πολύ μικρότερο  κατάργηση του Ελληνικού στόλου, απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου , πλήρη έξωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των υπολοίπων , που ζούσαν  στη Μικρά Ασία. Όταν  άρχισε η συζήτηση του Θρακικού ζητήματος στις εργασίες της Συνθήκης της Λωζάννης ο Ιsmet Pasa ζήτησε να επιστραφούν στην Τουρκία όλες εκείνες οι περιοχές της Δυτικής Θράκης ,που σύμφωνα με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης  ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Ιsmet , και μετέπειτα Inonu τόνισε ότι οι συμφωνίες της Σόφιας και του Βερολίνου που πρόβλεπαν την παραχώρηση τους στην Βουλγαρία δεν είχαν επικυρωθεί ποτέ από τη σουλτανική κυβέρνηση. Για το θέμα παραχώρησης της περιοχής του Κaragats , ο ίδιος επικαλέστηκε ως λόγους παραχώρησής τους, στην Τουρκία   το σιδηροδρομικό σταθμό της Αδριανούπολης και την αμυντική ασφάλειά  της πόλης , με το σκεπτικό ότι δεν ήταν λογικό να έχει η Ελλάδα τη δυνατότητα του εμπορικού και στρατιωτικού αποκλεισμού , της πρωτεύουσας της ανατολικής Θράκης.

Το αίτημα αυτό αντικρούστηκε από τον Βρετανό αντιπρόσωπο λόρδο Κorzon και ο Βενιζέλος δείχνοντας με τις στατιστικές ότι η πόλη του Κaragats ήταν αποκλειστικά ελληνική , πρότεινε να δοθεί στην Τουρκία ,μικρή περιοχή της δεξιάς όχθης του Έβρου για την κατασκευή σιδηροδρομικού σταθμού.
 Η εδαφική και στρατιωτική Επιτροπή του Συνεδρίου της Λωζάννης ξεκίνησε στις 22 Νοεμβρίου 1992 , τη συζήτηση για τα σύνορα της Θράκης και η επιλογή του Κorzon  να ξεκινήσει μ’ αυτό ήθελε να φέρει  σε δύσκολη θέση την Τουρκία και να καταδείξει την σύμπνοια των Συμμάχων. Στη συζήτηση αυτή ο Βενιζέλος επισήμαινε ότι   στην Ελλάδα έχει γίνει επανάσταση και ο στρατός αναδιοργανώθηκε για να σώσει την Ανατολική Θράκη, αυτήν που είχε ζητήσει  να θυσιαστεί  για να  τεθεί  επικεφαλής  της  Ελληνικής αντιπροσωπείας ,πιστεύοντας ότι αν γινόταν αυτή η παραχώρηση δε θα υπήρχαν άλλα αιτήματα. 

Η Τουρκία όμως επανήλθε ζητώντας τμήμα της δεξιάς πλευράς του Έβρου και δημοψήφισμα για τη Δυτική Θράκη , χωρίς όμως να προσδιορίζει με σαφήνεια τα  όρια της περιοχής στην οποία αναφερόταν. Ο Ιsmet Pasa  , τόνισε  ότι δε ζητούσε την επιστροφή της Δυτικής Θράκης αλλά ήθελε να προστατεύσει τους τουρκικούς πληθυσμούς που βρισκόταν εκεί.
 Στις 10 Ιανουαρίου 1923 η διάσκεψη ασχολήθηκε με το αίτημα της Τουρκίας να  απομακρυνθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Όλες οι  αντιπροσωπείες αρνήθηκαν αυτήν την αξίωση της Τουρκίας ,οι ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα , σκεπτόντουσαν να το χρησιμοποιήσουν για τις επεμβάσεις τους στη Σοβιετική Ρωσία και στην Εγγύς Ανατολή , ο Βενιζέλος είπε ότι κάτι τέτοιο θα επέφερε πολιτική ,οικονομική και κοινωνική καταστροφή , πανικό στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και η Ελλάδα δεν άντεχε νέο κύμα προσφύγων. Ο Λόρδος Κorzon επισήμανε κάτι τέτοιο θα ήταν προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος όλου του χριστιανικού κόσμου , «αλλά θα επέφερε και σημαντικότατη οικονομική ζημία στην Κωνσταντινούπολη».

Ο Ιταλός αντιπρόσωπος Μοntagna και πρόεδρος της υποεπιτροπής ανταλλαγής πληθυσμών υποστήριξε το δικαίωμα της Τουρκίας να απομακρύνει μονομερώς το Πατριαρχείο ,κάτι που εξυπηρετούσε απ’ ότι φαίνεται την ιταλική πολιτική και το Βατικανό,  που δεν θα είχε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα με αυτήν την ιδέα .

Οι Τούρκοι αντιπρόσωποι  αρκέστηκαν τελικά με προφορική διαβεβαίωση του Ιsmet Pasa  ,  να συμβιβαστούν στην πρόταση του λόρδου Κorzon   να  παραμείνει το Πατριαρχείο ως καθαρό θρησκευτικό ίδρυμα χωρίς πολιτικές  ,διοικητικές και μη εκκλησιαστικές εξουσίες και  αρμοδιότητες. Κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στις 18 Ιανουαρίου 1923, το τελικό σχέδιο που είχε καταρτισθεί από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων καθόριζε ως  ελληνοτουρκική μεθόριο ,τη βουλγαροτουρκική του 1916  (επί του Έβρου) ,με το Κaragats, αρχικά να παραμένει στην Ελλάδα.
 

3.Η ανταλλαγή των πληθυσμών

Στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπεγράφη η Ελληνοτουρκική σύμβαση και το πρωτόκολλο «περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Σύμφωνα με το  πρώτο άρθρο του πρωτοκόλλου από 1ης Μαΐου 1923,  θα έπρεπε να γίνει υποχρεωτική ανταλλαγή των χριστιανών Τούρκων υπηκόων με τους μουσουλμάνους Ελληνικής υπηκοότητας. Τόσο οι  Έλληνες όσο και οι Τούρκοι υπήκοοι δεν θα έχουν το  δικαίωμα επιστροφής στους τόπους,  που ζούσαν χωρίς την άδεια της τουρκικής και ελληνικής κυβέρνησης.

Ανταλλάχθηκαν  1.500.000 Έλληνες Έλληνες ορθόδοξοι , με 460.000 μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους. Η ανταλλαγή έγινε στη βάση του θρησκεύματος και γι΄αυτό  και δεν ανταλλάχθηκαν πολλοί Έλληνες του Πόντου που εξισλαμιστεί βίαια και παραμένουν μέχρι σήμερα στην περιοχή. Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης , που χαρακτηρίστηκαν μη ανταλλάξιμοι που με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε στη διάσκεψη ο πρόεδρος της λόρδος Κorzon ήταν 390.000 επί συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης  1.000.000 , όλοι εγκατεστημένοι εκεί πριν την 30/10/1918  , οι Έλληνες   της Ίμβρου και της Τενέδου (12.000) και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (περίπου 100.000).

Ο χαρακτηρισμός της μειονότητας της Θράκης ως θρησκευτικής -μουσουλμανικής οφείλεται στην επιμονή του μέλους της Τουρκικής αντιπροσωπείας Riza Nour Bey  ο οποίος  τόνισε : «υπάρχουν μόνο θρησκευτικές μειονότητες , όχι φυλετικές .Γι ‘αυτό και η τουρκική αντιπροσωπεία δεν παραδέχεται τις αρχές περί προστασίας φυλετικών η γλωσσικών μειονοτήτων».

H τουρκική αντιπροσωπεία ήταν υπέρ της αποχώρησης των Ελλήνων, από την  Κωνσταντινούπολη, κάτι που προκάλεσε τις αντιδράσεις του Ε. Βενιζέλου, ο οποίος υποστήριξε  ότι κάτι αυτό θα σήμαινε καταστροφή για την Ελλάδα , που είχε ήδη δεχθεί πρόσφυγες που ξεπερνούσαν κατά πολύ το 1.300.000.
Ένα από τα πιο βασικά αποτελέσματα της συνθήκης της Λωζάνης που παραδέχονται πολλοί συγγραφείς, υπήρξε η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών ,
o λόρδος Korzon  τη θεωρούσε «πολύ κακή και ανήθικη» , και πως  «οι τουρκικές προτάσεις περί ανταλλαγής πληθυσμών ,μία  κακήν και ελλατωματικήν λύσιν ,δια την οποίαν ο κόσμος θα έχη να πληρώση εί αιώνα . Είναι τελείως καθαρόν ,ότι οι Τούρκοι θέλουν ν’ απαλλαγώσιν των Ελλήνων ή να καταστήσωσιν την διαμονήν των σκληράν και αδύνατον». Την ίδια στιγμή και οι  ΗΠΑ έπαιρναν στάση υπέρ της αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών .Οι εμπειρογνώμονες της ανταλλαγής , επειδή τους ήταν αδύνατο να καθορίσουν ποιος ήταν Έλληνας και ποιος Tούρκος από εθνική άποψη ,ακολούθησαν το οθωμανικό κριτήριο που είχε εφαρμοσθεί για τόσους αιώνες και που ήταν αποκλειστικά θρησκευτικό: «Έλληνας» ήταν αυτός που ανήκε στο χριστιανορθόδοξο millet , «Τούρκος» αυτός που ανήκε στο μουσουλμανοσουννιτικό millet  , άσχετα από την μητρική του γλώσσα». 
 Η  βασική  παράμετρος της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών είναι η  παραμονή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ,της Ίμβρου και Τενέδου με καθεστώς αυτοδιοίκησης-άρθρο 14- και των μουσουλμανικών μειονοτήτων της Θράκης,που χαρακτηρίστηκαν μη ανταλλάξιμοι .Οι ίδιοι οι  Τούρκοι είχαν προτείνει  τον όρο θρησκευτική μειονότητα και όχι φυλετική, που είχε διαγραφεί μάλιστα κατά τουρκική απαίτηση, όταν διατυπώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις   ,μάλιστα είχε προταθεί και ο όρος τουρκική μουσουλμανική μειονότητα ,όχι από τους Τούρκους που δεν έγινε δεκτός γιατί υπήρχε ο φόβος ότι υπάρχουν και αλβανοί μουσουλμάνοι στην Ελλάδα και δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν έτσι.  

Μάλιστα ο  Βενιζέλος πρότεινε για μείζονα προστασία οι μειονότητες να μη στρατεύονται και να μη έχουν πολιτικά  δικαιώματα  , να μη εκλέγουν και να μην εκλέγονται .Δεν έχει ξεκαθαρισθεί ποιος ήταν αυτός που πρότεινε την ανταλλαγή των πληθυσμών ,ο Ιsmet pasa  διατύπωσε την θέση ότι προήλθε από την ελληνική πλευρά, υποστηρίζεται  ότι η   ανταλλαγή των πληθυσμών δεν ήταν εντελώς νέα λύση στην ελληνοτουρκική διένεξη καθώς «ο Βενιζέλος είχε προτείνει ο ίδιος ένα παρόμοιο μέτρο αν και σε περιορισμένη κλίμακα τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου». Η ανταλλαγή σχετίστηκε με τη θέληση του Βενιζέλου,  «να ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα τους 350.000 περίπου μωαμεθανούς για να ανοίξει χώρο στους Έλληνες πρόσφυγες» , γνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα,    ότι για την Τουρκία , ελάχιστη σημασία είχαν οι συνθήκες και πως  οι Έλληνες τελικά θα έφευγαν από εκεί.
Στη Λωζάννη ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι η πρόταση ανήκει στον Νορβηγό ύπατο αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών
Fr.Nansen, o Nansen μίλησε για πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις που τον παρότρυναν προς αυτήν την κατεύθυνση. Aλλοι θεωρούν ότι με την  υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, όπου 193.356 Έλληνες άφησαν την Τουρκία για την Ελλάδα αντί 354.647 Τούρκων ,που άφησαν την Ελλάδα για την Τουρκία ,τελικά, η Σύμβαση της Λωζάννης ,ήταν πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα παρά για την Τουρκία . Το αποκορύφωμα αυτής της σύμβασης ήταν το ξερίζωμα του Ελληνικού στοιχείου υποχρεωτικά από τις πατρογονικές του εστίες.

« …Η συνθήκη της Λωζάννης επιβάλλει θυσίας και εις τα δύο Κράτη…», είχε πει ο Ε.Βενιζέλος.   Ο Γάλλος ιστορικός Driault ανεβάζει σε χιλιάδες τους  δολοφονημένους Έλληνες από τις τουρκικές διώξεις  που επακολούθησαν  και θεωρεί την εξαφάνιση των Ελλήνων από την Τουρκία μεγαλύτερη και χειρότερη από τη πτώση της Κωνσταντινούπολης. «…Αποφασίστηκε να γίνει ανταλλαγή των πληθυσμών.Ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες καταφύγανε στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα .Ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή του σύγχρονου Ελληνισμού. Αυτό το δράμα…. συγκλόνισε βαθιά την ελληνική ψυχή.  «Το σπουδαιότερο όμως άρθρο της συνθήκης ήταν αυτό που επέβαλε την υποχρεωτικά ανταλλαγή των πληθυσμών, πάνω από ενάμισι εκατομμύριο Ελληνες ήρθαν στην Ελλάδα από την Ασία.

Ο εθνολογικός και πολιτικός χάρτης της Εγγύς Ανατολής τροποποιήθηκε σημαντικά. Όταν οι Μωαμεθανοί εγκατέλειψαν τη Μακεδονία , οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων ενεργώντας αποφασιστικά εγκατέστησαν στα εγκατελειμένα εδάφη Έλληνες χωρικούς από την ανατολή με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση του ελληνικού στοιχείου σε μια περιοχή όπου η εθνολογική ετερογένεια είχε δημιουργήσει επανειλημμένα διεθνείς επιπλοκές .Παράλληλα  εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σχημάτισαν ζώνες αθλιότητας στην περιφέρεια μεγάλων πόλεων όπου η ανεργία ,η φτώχεια και η έλλειψη στέγης δημιουργούσαν μόνιμη εστία κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής».  «Ύστερα  ήλθε η Ελληνοτουρκική Σύμβαση  που είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει πέρα για πέρα την εθνολογική σύνθεση όλων των χωρών που βρίσκονται τριγύρω από το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο».

«Η συνθήκη της Λωζάνης εγκαινίασε νέα εποχή στο διεθνές δίκαιο , την υποχρεωτική μετανάστευση και ανταλλαγή των πληθυσμών. Χρησίμευσαν έτσι σαν  σκεύη  χιλιάδες άνθρωποι  το πιο ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού που με την εκδίωξη και προσφυγοποίησή τους άνοιξαν το δρόμο στην τουρκοποίηση της ανατολικής Θράκης ,ενώ άλλοι 900.000 μικρασιάτες πρόσφυγες επέτρεψαν με τον ξεριζωμό τους , τόσο την τουρκοποίηση της Δυτικής Μικρασίας , όσο βέβαια και την αξιοποίηση της Μοσούλης από τις μεγάλες δυνάμεις και την ΤURKIS PETROLEUM».
 Στη Λωζάννη  υπήρξε μια αδιάκοπη συναλλαγή μεταξύ όλων των συμβαλλομένων που αποσκοπούσε κύρια στην  προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Συμμάχων -Μεγάλων Δυνάμεων , ανταλλάχθηκαν και ταυτίστηκαν τα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα της Δύσης με αυτά, του ανανεούμενου με κεμαλικές μορφές πρώην κρατικού οθωμανικού κατεστημένου αγνοώντας την ιστορία και τη θέληση των λαών. Η συνθήκη της Λωζάννης ,«ένας διεθνής αγώνας δρόμου για το  πετρέλαιο», η συνθήκη που μύριζε «αίμα και πετρέλαιο» , «το μεγαλύτερο παζάρι του αιώνα» , «πετρέλαιο και δόξα στη Λωζάννη» ,«οι δεσμεύσεις της Βρετανίας στη Μεσοποταμία και τα πετρέλαια» , όπως έγραψαν χαρακτηριστικά και εφημερίδες της εποχής.
Ο Βρετανός πολιτικός και πρωθυπουργός
   Loyd George με σφοδρότητα κατήγγειλε τη συνθήκη : «ως κορύφωση της αδικίας και μέγιστο κακό για ολόκληρη την ανθρωπότητα», και πως «… ουδείς υποστηρίζει ότι η συνθήκη αυτή αποτελεί έντιμον ειρήνην. Δεν είναι απλώς ειρήνη. Η πυρπόλησις της Σμύρνης και η ψύχραιμος σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων εν τω εσωτερικώ της Μικράς Aσίας και στον Πόντο αποδεικνύει ότι ο Tούρκος παραμένει πάντοτε ο ίδιος»  O πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη G.Horton , θα τονίσει ότι «…την εποχή των συνδιασκέψεων στη Λωζάννη αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της σε συμφωνία ,υποστήριξα δημοσίως ότι οι αμερικανικές αποστολές στο εξωτερικό έπρεπε να αντιδράσουν σ’ σ’ αυτήν την άθλια συνθήκη…όσοι συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης είχαν αποφασίσει να ενεργήσουν με γνώμονα την προτασία των πετρελαικών συμφερόντων τα οποία και πρωταγωνιστούσαν παρασκηνιακά. Πρόθυμα δηλώνω και υποστηρίζω ότι οι εξελίξεις που κατέστησαν δυνατή την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης καθορίστηκαν από τα πετρελαικά συμφέροντα. Στον αγώνα δρόμου που έγινε για το ποιος θα εξασφάλιζε πρώτος την εύνοια της Τουρκίας ,το νήμα κόπηκε από Αμερικανούς. Αντικείμενο όλων των διαπραγματεύσεων ήταν η Μοσούλη και το δικαίωμα για μια θέση στα πετρέλαια». Με τη σειρά του, ο Μusolini θα πεί στον Έλληνα υπουργό εξωτερικών Αλεξανδρή όταν ο τελευταίος τον επισκέφτηκε στη Ρώμη ότι , «…αι αποφάσεις της Λωζάννης είναι άδικοι δια την Ελλάδαν».

Κύριο μέλημά της  Ελληνικής κυβέρνησης  ήταν να προστατευθεί από ,τις μεγάλες εδαφικές και οικονομικές απαιτήσεις της  κεμαλικής Τουρκίας. Η συνθήκη που υπογράφτηκε στη διάσκεψη ειρήνης στην Ελβετική πόλη     αναθεώρησε τη συνθήκη των Σεβρών (1920) ,η οποία όπως και η συνθήκη των Βερσαλλιών επισφράγιζαν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο .Είναι όμως  γνωστή η αποκαλούμενη τάση του ρεβιζιονισμού που ακολούθησε ορισμένες χώρες κατά τον μεσοπόλεμο με πρώτη τη Γερμανία και  με σκοπό να ανατρέψουν τα  αποτελέσματα του Α’ παγκοσμίου πολέμου, γι’ αυτές ,μια αποτυχημένη πολιτική που στο τέλος οδήγησε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο .Αυτό όμως που δεν πέτυχαν οι  Ευρωπαϊκές χώρες  που ηττήθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ,το   πέτυχε η Τουρκία το 1923 με τη συνθήκη της Λωζάννης με κατ΄εξοχήν  αναθεωρητική.

Για τον κεμαλισμό «η συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί ουσιαστικά διεθνή αναγνώριση των διεκδικήσεων όπως περιελήφθησαν στο Τουρκικό Εθνικό Συμβόλαιο», ενώ η ιταλική εφημερίδα Μesagero έγραψε «…η Τουρκία ηττηθείσα κατά τον Παγκόσμιον Πόλεμον κατήγαγεν εν Λωζάννη αναμφισβήτητον διπλωματικήν νίκην». 
  Η συνθήκη της Λωζάνης δεν υπήρξε ρεβιζιονιστική , αλλά διαθέτει κατά την πάγια πρακτική που ακολούθησε η Τουρκία, μια δυναμική συνεχούς αναθεώρησης, άμεσο  δείγμα η  συνθήκη του Μontreux -  20/7/1936- που  καταργούσε το ανοχύρωτο των Στενών της Ίμβρου και Λήμνου  και η προσάρτηση από την Τουρκία το 1938 του σαντζακίου του Iskenderum (Hatay) ,της Αλεξανδρέττας ,της   οποίας  η πλειοψηφία των κατοίκων  ήταν συριακής καταγωγής,   με στόχο την πλήρη αποκατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας και μάλιστα με ταυτόχρονη εξαφάνιση των λοιπών πλην της τουρκικής εθνοτήτων. Η  Κύπρος και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τη Θράκη, καθώς η εθνοκάθαρση εναντίον των Ελλήνων της Τουρκίας   είναι οι αποδείξεις αυτής της συνεχούς τάσης αναθεώρησης.

4. Συμπεράσματα 

Αμέσως μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, υποστηρίζεται ότι   ο παντουρκισμός είχε περάσει ένα στάδιο ύφεσης, αφού  ο Mustafa Kemal έστρεψε πλέον το ενδιαφέρον του στην κοινωνικο-οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας του και επί πλέον έδωσε έμφαση στον «τουρκισμό». Όμως ήθελε να αποκαταστήσει το κύρος των εννοιών Τούρκος-Τουρκία ,να δημιουργήσει ένα ομοιογενές κράτος καλλιεργώντας ταυτόχρονα έναν πατριωτισμό δυτικοευρωπαϊκού τύπου.

Παρ’ όλα αυτά όμως με τη  δήλωση του ,περί «οριστικού των συνόρων» ,  δε συμφωνούσε ένα μεγάλο τμήμα του τουρκικού λαού. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να επικυρωθεί η συνθήκη της Λωζάνης αναγκάσθηκε ο Κemal  να διαλύσει τη μεγάλη τουρκική εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει νέες εκλογές. Παράλληλα, τα σύνορα που επέβαλλε η συνθήκη της Λωζάννης δε δέχονταν μεγάλο ποσοστό του κεμαλικού κατεστημένου ,  των ισλαμιστών όπως και των οπαδών του παντουρκισμού και του παντουρανισμού, άλλοι γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί  μια νέα τουρκική αυτοκρατορία που θα αντικαθιστούσε την οθωμανική και άλλοι γιατί θεωρούσαν ότι το τουρκικό έθνος είναι περιούσιο και έπρεπε να κυριαρχήσει στα άλλα.

Η συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε ένα ορόσημο για τον Ελληνισμό, ο οποίος αφού δολοφονήθηκε μαζικά, στον Πόντο, στη Θράκη, την Καππαδοκία, την Ιωνία, όσοι Έλληνες παρέμειναν και παρότι προστατευόταν από τη Συνθήκη αυτοί διώχθηκαν ξανά από τον κεμαλισμό. Σήμερα πια δεν έχουν παρά λίγοι Έλληνες στην Τουρκία για να θυμίζουν τη Λωζάννη, και κάποιες χιλιάδες Έλληνες μουσουλμάνοι στον Πόντο, οι οποίοι κατά τραγική τύχη δεν είχαν συμπεριληφθεί στις διαπραγματεύσεις και σήμερα αντιμετωπίζουν την τρομοκρατία και το φασισμό.