The strong voice of a great community
Iούλης 2009

Πίσω στο ευρετήριο

ΠΟΙΑ ΦΑΓΗΤΑ ΖΗΤΑΝΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

 

Του ΗΛΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Διευθυντή του Ομογενειακού Πρακτορείου Ειδήσεων Ελλάδος

Ήτανε για δεκαετίες, το χαρακτηριστικότερο διάσημο  φαγητό στην Ελλάδα μας. Ο μουσακάς. Κόντεψε να φάει και την Ακρόπολη των Αθηνών σε προσέλκυση τουριστών. Η πρώτη λέξη όλων των τουριστικών Γραφείων,   « έχουμε Μουσάκας. Ελάτε στην Ελλάδα». Αμφιβάλλω εάν πολλοί ήξεραν τι είναι αυτό. Και μπορούσαν να φάνε μεταξύ τους  για ένα πιάτο μουσάκας και τα…. μουστάκια τους οι πάσης εθνότητας επισκέπτες μας, εάν σε κάποιο εστιατόριο τελείωνε ο βασιλιάς….Μουσακάς. Ποιος θα πρωτοπρολάβει να πάρει το τελευταίο πιάτο,  πριν πάει στον …πάτο η κατσαρόλα ή το ταψί. Ρώτησα, εδώ και σαράντα χρόνια, έναν  (μακαρίτης τώρα), φίλο  μάγειρα σε διάσημο εστιατόριο της Πλάκας, ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της μαγειρικής του σταδιοδρομίας. Και  περίμενα  να  μου πει ότι κάποια  στιγμή του κάηκαν τα φαγητά, ή σερβίρισε κανά μπαγιάτικο- υπολόγισε χαλασμένο έδεσμα και τον μπαγλαρώσανε ή κάποια απρόβλεπτη ανωμαλία  -  όταν άκουσα να μου λέει ότι:  «Φοβήθηκα  όταν μπουκάρανε στην κουζίνα καμμιά εικοσαριά αξούριστοι, αρχή δεκαετίας του 1970, ημέρες μεγάλης δόξας της Πλάκας, που μου μιλάγανε απειλητικά όλοι  μαζί, χωρίς να  καταλαβαίνω τι λέγανε και μέχρι να έρθει ένας σερβιτόρος να μου εξηγήσει ότι φωνάζανε που τελείωσε ο μουσακάς. Και γυρίζω  στη γυναίκα μου και της λέω άγρια. βλέπεις που σου έλεγα να πάρουμε 50 κιλά μελιτζάνες παραπάνω… ίσα που δεν πιαστήκαμε στα χέρια με τη γυναίκα μου, μούκλεισε την πόρτα και έφυγε βρίζοντας εμένα. Μούρθε να της δώσω, για πρώτη φορά, χαστούκι, αλλά είχε φύγει. Τους πέταξα  κλωτσιές τους ξανθούς μουσάτους και είπα δεν ξαναφτιάχνω μουσάκας. Αλλά χωρίς μουσακά μαγαζί δεν στέκει. Γιατί το ίδιο συνέβαινε και με τους Έλληνες του Εξωτερικού. Όλοι μου ζητάγανε μουσακά, γιατί αυτό τους είχε φτιάξει με τα χεράκια της η καλή τους, πριν γίνει γυναίκα τους και γίνει …χοντρή. Και όλοι   Μουσάκας μου λέγανε. 

Σήμερα, πολλοί φίλοι Ομογενείς έρχονται στην Αθήνα. Τους λέω, «πάμε για φαγητό»; « Όχι, μουσακά». Μου λένε. Τον σιχαθήκανε, δεν ξέρω. Στους πιο κοντινούς τους λέω  «πάμε σπίτι μου για λαντςςς». Ξέρετε ποια είναι η …σπεσιαλιτέ που μου ζητάνε; Τουρλού-τουρλού, συμπεθεριό, μπριάμ. Ίδια συνταγή. Τρεις ονομασίες. Ίδια υλικά. Ίδια νοστιμιά. Λοιπόν, τι κάνω. Βάζω στην κατσαρόλα –εάν το κάνετε στο ταψί τότε λέγεται μπριάμ -τουλάχιστον, τα εξής; Πατάτες, κρεμμύδια, κολοκυθάκια, σκόρδα, μπάμιες, ντομάτες, πιπεριές, καρότα, μελιτζάνες, δυόσμο, μαϊντανό. Ανακάτωμα. Δεν υπάρχει συνταγή. Αν θες να κυριαρχεί το σκόρδο, βάζεις ένα κεφάλι πάρα πάνω. Θες μελιτζάνες…ό,τι γουστάρεις Τα έχεις κόψε σε μέτρια κομμάτια, μέτριο σοτάρισμα-τσιγάρισμα με μπόλικο αγνό παρθένο ελαιόλαδο. Μετά ελάχιστο νερό. Μετά πάλι λάδι. Χαμηλώνεις τη φωτιά. Ούτε μια ώρα. Περί το τέλος πάλι μπόλικο λάδι, να πλέει, στην κατσαρόλα. Αλατάκι, μαυροπίπερο, ρίγανη, θυμάρι.. Ψωμί με την ψυχή μας. Νεράκι παγωμένο μέτρια, όχι κρασιά, μπύρες και τέτοιες στομαχικές και επιβαρύνσεις. Κανά  φρουτάκι εποχής. Και χαράς ευωχία στομαχιού και ψυχής ανάταση. Και όχι μόνον ψυχής. Και αν έχετε και καμμιά γυναίκα, μην την αφήνετε να περιμένει να πάει βράδυ, κατά το «φάε λάδι κι έλα βράδυ». Καλό στη καρδιά και αδυνατίζει κιόλας. Σας περιμένω.

 

ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ