The strong voice of a great community
Φεβρουάριος 2006

Πίσω στο ευρετήριο

 

Πώς η Γιουγκοσλαβία έγινε προτεκτοράτα

 

Νέα κράτη, σε παλιά σύνορα

 

 

Μήπως ξεκίνησε η μετά-Ντέιτον εποχή; Εκτός από τη συζήτηση για το καθεστώς του Κοσόβου, εγκαινιάζονται οι διαπραγματεύσεις ένταξης ή προένταξης ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο σύνολο των χωρών που προέκυψαν από την πρώην Γιουγκοσλαβία στα δυτικά Βαλκάνια.

 

Πίσω από την επιφανειακή αυτοϊκανοποίηση, τα αδιέξοδα των προτεκτοράτων θέτουν τα ζητήματα των διακρίσεων εναντίον των μειονοτήτων, αλλά επίσης και του κοινωνικού ρόλου των κρατών στην οικοδόμηση της Ευρώπης.

Ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Συνομοσπονδίας αρχίζουν οι μεγάλοι ελιγμοί. Οχι χωρίς δυσκολίες, άλλωστε:

*Οι διαπραγματεύσεις ένταξης με την Κροατία διακόπηκαν -η εισαγγελέας Κάρλα ντελ Πόντε την κατηγορούσε για την άρνησή της να συνεργαστεί με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αλλά οι αιτιάσεις ενταφιάστηκαν στις 5 Οκτωβρίου 2005, πριν ακόμη από τη σύλληψη του στρατηγού Αντε Γκοτόβινα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα για να μπορέσουν να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με την... Τουρκία.

*Η «Μακεδονία»** εξασφάλισε το καθεστώς της «υποψήφιας» χώρας. Οι Βρυξέλλες προετοιμάζουν με τη Σερβία - Μαυροβούνιο μια συμφωνία σύνδεσης, η οποία θα προσφέρει στο Βελιγράδι το καθεστώς της «εν δυνάμει υποψήφιας».

*Αρνήθηκαν, όμως, το ίδιο καθεστώς, μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, για τη «μη συμβατότητα» της αστυνομίας της Σερβικής Δημοκρατίας. Το «επιχείρημα» αυτό εγκαταλείφθηκε για να κάνει αποδεκτή η Σερβική Δημοκρατία την επαναδιαπραγμάτευση του συντάγματος, το οποίο προέκυψε, πριν από δέκα χρόνια, από το συμβιβασμό του Ντέιτον.

«Το παράδοξο της κατάστασης στα Βαλκάνια με τα κράτη που προέκυψαν από τη Γιουγκοσλαβία, είναι ότι οι χώρες που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση για να διαχειριστούν την πολυεθνικότητά τους, είναι ακριβώς εκείνες που εμφανίζονται λιγότερο έτοιμες για αυτή», διαπιστώνει ο ερευνητής Ζακ Ρούπνικ.

«Κυρίως γιατί πρόκειται για κράτη σε αποσύνθεση, που δεν καταφέρνουν να συγκρατήσουν την οργανωμένη βία σε ένα τμήμα του εδάφους τους και να χειριστούν την αποσταθεροποίηση των γειτόνων τους(1)».

Στην πραγματικότητα, όλες οι παλιές γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες έχουν πια ένα καθεστώς (σχεδόν-) προτεκτοράτου, το οποίο καθορίζεται από κείμενα συνταγματικού χαρακτήρα που τις θέτουν -εκτός από τη Σλοβενία και την Κροατία- υπό τον έλεγχο μεγάλων δυνάμεων(2).

Ποιο κράτος και πού

Οταν αμφισβητήθηκε η αυτοδιαχειριστική κοινωνική ιδιοκτησία, το ζήτημα του κράτους έγινε -κατά τρόπο παράδοξο για τους φιλελεύθερους- κεντρικό: ποιο κράτος, σε ποιο έδαφος, θα οικειοποιείτο το συνάλλαγμα του εξωτερικού εμπορίου; Αλλά, κυρίως, πώς θα εξασφαλιστεί η υποστήριξη πληθυσμών που ήταν προσηλωμένοι στα κοινωνικά δικαιώματά τους;

Τα φιλελεύθερα μη εθνικιστικά ρεύματα, που υποστήριζαν τον τελευταίο γιουγκοσλάβο πρωθυπουργό Αντε Μάρκοβιτς το 1989, ήθελαν, η αμφισβήτηση του προηγούμενου συστήματος στη βάση του ανταγωνισμού της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων, να πραγματοποιηθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Αυτή η λογική υποστηρίχθηκε μέχρι το 1991, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τις μεγάλες δυνάμεις, που ήταν εχθρικές στη διάσπαση της ομοσπονδίας -εκτός από τη Γερμανία και το Βατικανό.

Αλλά, για τις εξουσίες των κυρίαρχων Δημοκρατιών στη Σλοβενία, την Κροατία και, κατά διαφορετικό τρόπο, στη Σερβία, εκείνο που βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη ήταν ο κατακερματισμός της συνομοσπονδίας: η σταθεροποίηση των κρατών τους ήταν προϋπόθεση για τις ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να πραγματοποιηθούν προς όφελός τους.

Η Σλοβενία προετοίμαζε ήδη το νόμισμά της, πριν εγκαταλείψει, το 1991, το σκάφος που βυθιζόταν. Βέβαια, αντίθετα με τις άλλες Δημοκρατίες, η Σλοβενία δεν περιελάμβανε ισχυρές εθνικές μειονότητες. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να δημιουργηθεί ένα κράτος που θα ευημερεί... Η Σλοβενία υπήρξε, από όλες τις χώρες που διεκδικούσαν για λογαριασμό τους το σοσιαλισμό, εκείνη η οποία εφάρμοσε λιγότερο τα φιλελεύθερα διδάγματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90(3):

Οι αρχικές πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις στις ιδιωτικοποιήσεις ήταν ανάλογες με τα κεκτημένα του παλιού συστήματος -υψηλό επίπεδο ζωής, 2% ανεργία στα τέλη της δεκαετίας του '80 (έναντι 20%, για παράδειγμα, στο Κόσοβο). Και το σλοβενικό κράτος δεν προσπάθησε να μειώσει τους μισθούς και τους φόρους επί του κεφαλαίου για να προσελκύσει τα ξένα κεφάλαια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, παρά τις πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής...

Ολες οι άλλες Δημοκρατίες ήταν, όπως η Γιουγκοσλαβία, πολυεθνικές - και λιγότερο ανεπτυγμένες. Η γραφειοκρατική διαχείριση του συστήματος είχε προκαλέσει λεηλασίες και είχε ενθαρρύνει την αντίληψη «ο καθένας για τον εαυτό του», βαθαίνοντας τις διαφορές στο βιοτικό επίπεδο.

Περιορισμός μειονοτήτων

Η παραλυσία, και, στη συνέχεια, η διάσπαση της συνομοσπονδίας, έφεραν παντού σε αντιπαράθεση τις μειονοτικές κοινότητες προς τις κρατικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί από το κυρίαρχο τοπικά «έθνος», το οποίο προσπαθούσε να σταθεροποιήσει και, αν ήταν δυνατό, να διευρύνει το έδαφός «του»(4) και τη νομιμοποίησή του σε εθνικιστικές βάσεις, σε βάρος της αλληλέγγυας προστασίας.

Ακόμα χειρότερα, στο τέλος της δεκαετίας του '90 οι τροποποιήσεις των συνταγμάτων -στη Σερβία, την Κροατία και τη Μακεδονία- επικύρωσαν τους περιορισμούς του καθεστώτος για τις μειονοτικές κοινότητες. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κοινότητες αντιμετώπισαν με μποϊκοτάζ τις συνταγματικές αναθεωρήσεις.

Οι μεγάλες δυνάμεις, αντιμέτωπες με τις διακηρύξεις ανεξαρτησίας, προσπάθησαν να «συγκρατήσουν» την ανάφλεξη στη βάση ενός μόνο κριτηρίου (το οποίο παρουσιάστηκε ως «αρχή»): τη διατήρηση, με κάθε τίμημα, των συνόρων των Δημοκρατιών, μόλις η διάλυση της συνομοσπονδίας αναγνωρίστηκε ως αναπόσπαστο τμήμα του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση...

Η επιτροπή, με πρόεδρο τον δικαστή Ρομπέρ Μπαντιντέρ, η οποία συγκροτήθηκε μετά από αίτημα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, διατύπωσε ευνοϊκή γνωμάτευση για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας και της «Μακεδονίας» (όπου τα αλβανικά κόμματα συνδέονταν με την εξουσία).

Η ίδια επιτροπή συνέστησε, αντιθέτως, σύνεση απέναντι στις συγκρούσεις που διεξάγονταν στην Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Είναι αλήθεια ότι το διεθνές δίκαιο δεν περιελάμβανε κανένα «μοντέλο» που να απαντά στα ζητήματα που τέθηκαν. Θα έπρεπε να επικρατήσει η ένωση όλων των ενδιαφερόμενων κοινοτήτων για μια συστηματική και ισότιμη μεταχείριση των εθνικών ζητημάτων... Δεν έγινε όμως τίποτε τέτοιο.

Πυρομανής πυροσβέστης

Ετσι, ώθησαν τη Βοσνία να οργανώσει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, με την ελπίδα ότι με την ανεξαρτησία θα απέφευγαν τον πόλεμο. Αλλά το δημοψήφισμα αντιμετωπίστηκε με μαζική αποχή από τους Σέρβους -όχι από τους Κροάτες, γιατί το Ζάγκρεμπ είχε διαλέξει να μην ανακοινώσει δημόσια τη θέλησή του να οικοδομήσει ένα ξεχωριστό κράτος: τη Χερτσέγκ-Μπόσνα, αντίστοιχο, δηλαδή, της Ρεπούμπλικα Σέρπσκα...

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες, έκλεισαν τα μάτια τους όταν η Κροατία μείωσε τον σερβικό πληθυσμό σε λιγότερο από 5% κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1995.

Και οι μεν και οι δε έθεσαν σε εφαρμογή αντίστοιχα τις -εξελικτικές- «αρχές» της ρεαλπολιτίκ: ήθελαν να «συγκρατήσουν» τις εκρήξεις (με «σχέδια ειρήνης», αποφεύγοντας να αναμειχθούν στις συγκρούσεις) και να στηριχθούν στα ισχυρά κράτη της περιοχής (όπως στο Ντέιτον), προσπαθώντας παράλληλα να προωθήσουν τους γεωστρατηγικούς στόχους εκείνης της στιγμής: μια πολιτική πυρομανούς πυροσβέστη...

Οταν η Γερμανία αποφάσισε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβενίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση συμπεριφέρθηκε ως μεγάλη δύναμη που αναζητά μια «κοινή εξωτερική πολιτική»: ευθυγραμμίστηκε, τον Ιανουάριο του 1992, με τη γερμανική επιλογή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν αρχικά στο περιθώριο, ικανοποιημένες από τις δυσκολίες που συναντούσε η Ευρώπη και τα Ηνωμένα Εθνη. Στη συνέχεια αξιοποίησαν την κρίση στη Βοσνία, και μετά στο Κόσοβο, για να εξασφαλίσουν τον επαναπροσδιορισμό και την αναδιάταξη του ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1991), χωρίς ωστόσο να αναμειχθούν στις συγκρούσεις επί του εδάφους. Η προστασία των πληθυσμών, ο σεβασμός και τα δικαιώματα των λαών γράφτηκαν στα παλιά τους τα παπούτσια.

Στη συνδιάσκεψη του Ραμπουϊγέ, το Φεβρουάριο του 1999, το Βελιγράδι υποστήριζε τα ευρωπαϊκά σχέδια για αυτονομία στο Κόσοβο, τα οποία αμφισβητούσαν οι αλβανοί υποστηρικτές της ανεξαρτησίας. Αντιστρόφως, οι Σέρβοι αρνούνταν την παρουσία του ΝΑΤΟ επί του εδάφους του, την οποία επιθυμούσαν οι Αλβανοί(5).

Η Ολμπράιτ και ο UCK

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αντί να αναγνωρίσουν την αποτυχία της πρώτης φάσης της «στρογγυλής τράπεζας» που είχαν οργανώσει, και η οποία δεν επέτρεψε μια πραγματική συνάντηση ανάμεσα σε Αλβανούς και Σέρβους, βασίστηκαν στην πολιτική της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, η οποία με τη σειρά της βασιζόταν στον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου (UCK).

Μετά από τρεις μήνες πολέμου, η απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επέβαλε την κατάπαυση του πυρός.

Αλλά, όπως και οι συμφωνίες του Ντέιτον, περιείχε αντιφάσεις που παραμένουν ατόφιες μέχρι σήμερα: η Ατλαντική Συμμαχία είχε διατηρήσει την ενότητά της (η οποία ωστόσο έγινε πιο ευάλωτη, όπως έδειξε το επόμενο στάδιο, στο Ιράκ), οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταφέρει να εγκαταστήσουν μια τεράστια στρατιωτική βάση στο Μπόντστιλ (η οποία καταγγέλλεται σήμερα ως το τοπικό Γκουαντανάμο), αλλά το Κόσοβο όχι μόνο δεν απέκτησε την ανεξαρτησία του μα βρέθηκε ταυτόχρονα κάτω από καθεστώς προτεκτοράτου και γιουγκοσλαβικής επαρχίας...

Εξι χρόνια αργότερα, η Ουάσιγκτον κατάφερε αυτό που ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς της είχε αρνηθεί: ο πρόεδρος Βουκ Ντράσκοβιτς υπέγραψε, στις 18 Ιουλίου 2005, μια συμφωνία η οποία ανοίγει τα σύνορα της χώρας στα στρατεύματα του ΝΑΤΟ «μέχρι το τέλος όλων των επιχειρήσεων για την υποστήριξη της ειρήνης στην περιοχή των Βαλκανίων, εκτός εάν τα μέρη αποφασίσουν διαφορετικά(6)».

Ωστόσο το Βελιγράδι -αντίθετα με τους Αλβανούς του Κοσόβου - μπορεί επίσης, μέχρι σήμερα, να διεκδικεί για τον εαυτό του μια απόφαση που διατηρεί το Κόσοβο στο πλαίσιο της τελευταίας ομοσπονδίας ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο...

Και ακριβώς για να διατηρήσει αυτά τα σύνορα -«σώζοντας» την απόφαση 1244- ο Χαβιέ Σολάνα, βγάζοντας το καπέλο του ΝΑΤΟ για να φορέσει το καπέλο της Ε.Ε., φρόντισε ώστε το Μαυροβούνιο να παραμείνει στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας με επικεφαλής τον Κοστούνιτσα μετά την ήττα του Μιλόσεβιτς το Δεκέμβριο του 2000.

Ο χωλός συμβιβασμός, που βαφτίστηκε από τους Σέρβους «Σολανία», για να διατηρηθεί -προσωρινά- ένα κράτος Σερβίας-Μαυροβουνίου μέσα στο οποίο το Βελιγράδι επιβεβαίωνε το Κόσοβο ως «σερβική επαρχία», δεν έλυσε τίποτε: αυτό το καθεστώς παραμένει περισσότερο από ποτέ απαράδεκτο για τους Αλβανούς - κάτι το οποίο δεν νομιμοποιεί αντιστοίχως την ιδιοποίηση της επαρχίας από αυτούς σε βάρος των μη Αλβανών.

Στην πραγματικότητα, στο Κόσοβο, όπως και στη Βοσνία, οι στρατιωτικοί και πολιτικοί θεσμοί του προτεκτοράτου μπερδεύονται και δεν ευνοούν καθόλου την ύπαρξη πολυεθνικής «κοινής ζωής», και συνεπώς την ανάληψη της ευθύνης από τους ίδιους τους πληθυσμούς.

Οι Δυτικοί, φοβούμενοι τις συνέπειες, έχουν γενικεύσει το σύστημα των προτεκτοράτων, το οποίο συμπληρώνεται με μια ετερόκλητη διαχείριση των δικαιωμάτων.

Ετσι, η «Μακεδονία» είναι το μόνο κράτος όπου, λόγω της τροποποίησης του συντάγματος του 1991 μετά τις συμφωνίες της Οχρίδας του 2001, μια αρχή διπλής πλειοψηφίας-πλειοψηφίας πολιτών στο επίπεδο της χώρας και εθνικής πλειοψηφίας για τις κοινότητες, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους και την κατανομή τους στην περιοχή- επιτρέπει στους Αλβανούς να εμποδίζουν τα μέτρα που κρίνουν ότι τους απειλούν(7).

Η ηρεμία των ισχυρών

Η αυξημένη παρουσία των Αλβανών σε θεσμούς όπως η αστυνομία, η μεικτή διαχείριση της τοπικής αυτοδιοίκησης και η προώθηση της αλβανικής γλώσσας, ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο του Τέτοβου, ευνόησαν το κλίμα ηρεμίας.

Ομως, εκτός από αυτά, θα πρέπει κάποιος να βρει και δουλειά, είτε στη γλώσσα του είτε σε άλλη. Οπως σε όλες τις κοινωνίες που αντιμετωπίζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η «Μακεδονία» βιώνει μια κοινωνική κρίση ολοένα και σοβαρότερη και μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους πληθυσμούς και την πολιτική εκπροσώπησή τους. Εκεί βρίσκεται η αδυναμία των συμφωνιών της Οχρίδας, παρά τα επιτεύγματά τους. Η «Μακεδονία» συναντά, σε αυτό το επίπεδο, τον γενικό κανόνα.

Η σχετικοποίηση των συνόρων, με την αύξηση των κοινωνικών και εθνικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό του κάθε κράτους, σε συνδυασμό με την αναζήτηση συνομοσπονδιακών ή ομοσπονδιακών δεσμών ανάμεσα σε γείτονες, υπήρξε, στα Βαλκάνια, ένας εναλλακτικός προσανατολισμός που προωθήθηκε στο παρελθόν, και είναι πάντα επίκαιρος(8). Ενα ευρωπαϊκό πλαίσιο που βασίζεται πάνω σε αυτές τις αρχές θα μπορούσε να τον ευνοήσει. Αλλά το πλαίσιο της σημερινής Ενωσης, με τις μειώσεις στον προϋπολογισμό, μολονότι αυτή διευρύνεται, είναι, αντιθέτως, εκρηκτικό.

(1) Βλέπε «L'Europe centrale et les Balkans a la recherche d'un substitut d'empire», στο «Kant et Kosovo, Etudes offertes a Pierre Hassner», υπό τη διεύθυνση των Anne-Marie Le Gloannec και Aleksander Smolar, Presses de Sciences Ρο, Παρίσι, 2003.

(2) Μόνο το Κόσοβο έχει ανακηρυχθεί προτεκτοράτο. Αλλά κείμενα ή συμφωνίες με συνταγματικό χαρακτήρα που έχουν συνταχθεί και εφαρμοστεί υπό τον άμεσο δυτικό έλεγχο, διέπουν τη Βοσνία (συμφωνίες του Ντέιτον, 1995), τη Μακεδονία (συμφωνία της Οχρίδας, 2001), τη Σερβία - Μαυροβούνιο (συνταγματικός χάρτης του 2003). Ξένα στρατεύματα βρίσκονται σε όλα αυτά τα εδάφη και τείνουν να καταστούν αποκλειστικά ευρωπαϊκά.

(3) Βλέπε Jean-Pierre Page, Julien Verceuil, «De la chute du Mur a la nouvelle Europe», L' Harmattan, Παρίσι, 2004, και για τη συνολική προσέγγιση κρατών, ιδιοκτησίας, κοινωνικών σχέσεων στη γιουγκοσλαβική μετάβαση, βλέπε «Revue d' etudes comparatives Est/Ouest», τεύχη 1-2, τόμος 35, Παρίσι, Μάρτιος - Ιούνιος 2004, σελ. 117-156.

(4) Βλέπε Yann Richard et Andre-Louis Sanguin, «L'Europe de l'Est quinze ans apres la chute du Mur. Des pays baltes a l'ex-Yougoslavie», L' Harmattan, Παρίσι, 2004, δεύτερο τμήμα: «Les pays de l'ex-Yougoslavie entre incertitudes et recompositions», σελ. 239-325.

(5) Βλέπε «Kosovo: etablir les faits», Joel Hubrecht, εκδόσεις Esprit, Παρίσι, 2001.

(6) Βλέπε «Balkan Info», τεύχος 102, Παρίσι, Σεπτέμβριος 2005, σελ. 10.

(7) Αυτό το σύστημα προκύπτει από την κατάργηση της αναφοράς στους Σλαβομακεδόνες ως μοναδικό ιδρυτικό λαό της χώρας.

(8) Πρέπει να διαβάσει κανείς γι' αυτό το θέμα το ειδικό τεύχος της επιθεώρησης Revolutionary History, «The Balkan socialist tradition», τόμος 8, τεύχος 3, Porcopine Press, Λονδίνο, 2004. Βλέπε επίσης «Εκρηξη ή συνομοσπονδία», «Le monde diplomatique» - «Κ.Ε.» 30/5/99.

*Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Paris-Dauphine, συγγραφέας του «La Dechirure yougoslave, Questions pour l'Europe», L'Harmattan, Παρίσι, 1994.

** Σημείωση της ελληνικής έκδοσης: Σε ολόκληρο το κείμενο της ελληνικής μετάφρασης τηρήθηκε η ονομασία της ΠΓΔΜ, όπως αυτή αποδίδεται από την ίδια τη συγγραφέα του άρθρου, για να μην αλλοιωθεί το πνεύμα και η λογική του κειμένου, εφόσον σε αυτό αναφέρονται οι επιμέρους Δημοκρατίες της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβικής Συνομοσπονδίας.



LE-MONDE - 12/02/2006