The strong voice of a great community
Φεβρουάριος, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

 

 Ελεύθερα

   Μακεδονικό:  “Συνωμοσία Σιωπής”.

 

                                      Του Θωμά Στεφ. Σάρα

Τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες. Σαράντα χρόνια “αποκαρδιωτικής και ένοχης σιωπής” όλων των εκπροσώπων της διοίκησης των Αθηνών, κατόρθωσαν με τον χρόνο να πλύνουν την μνήμη, να κουράσουν το πνεύμα και να λυγίσουν τη θέληση για αντίσταση όσων πίστεψαν στην ανάγκη του αγώνα για την υπεράσπιση των δικαίων του Μακεδονικού Ελληνισμού. Ήταν ένας αγώνας ο οποίος εντοπίσθηκε νωρίς και διαβρώθηκε  με το πρόσχημα  της εκπροσώπησης  της “Υπεύθυνης εξουσίας”, των εκάστοτε διπλωματών της Αθήνας, των οποίων μοναδική έννοια υπήρξε η προσωπική τους σταδιοδρομία. Οι παρεμβάσεις τους έγιναν όπως ακριβώς και οι “εκκρίσεις διοξειδίου του άνθρακα”, και κατόρθωσαν με τα χρόνια να παραλύσουν την αγωνιστική διάθεση και το φρόνημα του πνευματικά απαίδευτου ομογενούς μετανάστη. Οι σημερινές πραγματικότητες στα Βαλκάνια, δεν έχω απολύτως καμία αμφιβολία, κάθε άλλο παρά αποτελούν κάτι καινούργιο για την Αθήνα και τα τρία Σπίτια που “ελέω ΝΑΤΟ και Ουάσιγκτον” αποφασίζουν για τις τύχες του Ελλαδικού χώρου και των Ελλήνων πολιτών. Αποτελεί δε πραγματική είρωνα το γεγονός ότι στη γη που γέννησε τη δημοκρατία, κάθε έννοια δημοκρατικής ηθικής, της μέρες αυτές έχει κακοποιηθεί τόσο πολύ και σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να αφήσει άφωνο και αναποφάσιστο κάθε πολίτη. “ Την ανεξάρτητη Ελληνική πολιτεία δημιούργησαν οι Αρματολοί και κλέφτες”, υποστήριξε πρόσφατα ομογενείς πατριώτης, “ το κακό ωστόσο είναι ότι έκτοτε πέθαναν όλοι οι αρματολοί και έμειναν να αλωνίζουν το τόπο οι κλέφτες”. Αρκεί να θελήσει να ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στο όλο τοπίο, το οποίο κάποτε μετρούσε η θεία ελευθερία, για να διαπιστώσει την κόπρο του Αυγείου που έχει αγκαλιάζει και καθημερινά στερεί και περισσότερο το οξυγόνο του δοκιμαζόμενου Έλληνα πολίτη. Αποτελεί δε προσωπική μου εμπειρία το ότι τόσο η Αθήνα, όσο και οι υπεύθυνες υπηρεσίες διεθνών σχέσεων και ασφάλειας ήσαν απόλυτοι γνώστες των επερχόμενων αλλαγών, τόσο στη κλειστή συνοριακή γραμμή της ελληνικής διοίκησης , όσο και τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων. Οι “κραυγές έκπληξης” που με τόσο θεατρινισμό ακούγονται σήμερα δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από μια αισχρή προσπάθεια εξαπάτησης των Ελλήνων ψηφοφόρων, για τις δήθεν πολιτικές πιέσεις που δέχεται ο “φουκαράς”,- θα έλεγα μπουνταλάς- , που ασκεί την εξουσία στην Αθήνα και οι ελέω “Μπαμπά” ηγέτες του πολιτικού κατεστημένου των ημερών μας.

Όσο για τους εκάστοτε διπλωμάτες τους στο στρατηγικό πεδίο μαχών του Τορόντο, πάντοτε φρόντιζαν να στέλνουν εκείνους που θα μπορούσαν να εξαπατήσουν τις μάζες των ομογενών διαβεβαιώνοντας τες ότι στην “πραγματικότητα δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος ανησυχίας και ότι οι εξελίξεις ελέγχονται απόλυτα από την Αθήνα.”

Παράλληλα ακολουθήθηκε, τουλάχιστον από έναν σοβαρό αριθμό διπλωματών, μια πολιτική τελείως απαράδεκτη, βρόμικη και εξοργιστική εναντίον πολλών ομογενών, τα πολιτικά δικαιώματα των οποίων καταπατήθηκαν κατά τον ποιό βάρβαρο και υβριστικό τρόπο, χωρίς ποτέ να τους γνωρίσουν τους λόγους και τις αιτίες.

Την πολιτική της μεταπολεμικής Ελλάδας, γνωρίζουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα διαμόρφωναν οι λούστροι και οι πόρνες, αφού αυτοί αποτελούσαν την κύρια πηγή πληροφοριών για τα όργανα ασφαλείας της χώρας. Πληροφορίες οι οποίες έστειλαν στους τόπους εξορίας εκατοντάδες χιλιάδες αθώους πιασμένους πολίτες οι οποίοι ζητούσαν “εργασία και ψωμί” για την οικογένειά τους.

Απλώς στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι τον λαϊκό αγωνιστή Γρηγόρη Λαμπράκη, τον “έφαγε” μια ομάδα παραστατικών του καθεστώτος, δίδοντας έτσι την αφορμή για την επιβολή της δικτατορίας.

Την πολιτική αυτή όμως, μέχρις ενός μεγάλου βαθμού, εφάρμοσαν και ορισμένα μέλη των διπλωματικών αποστολών των Αθηνών, εισηγούμενα στέρηση ιθαγένειας ορισμένων ομογενών μεταναστών, τους οποίους οι ρουφιάνοι πληροφοριοδότες τους παρουσίαζαν σαν επικίνδυνους ανθέλληνες. Γνωστοί εκμεταλλευτές του αγράμματου εργάτη του Μακεδονικού κάμπου έφθασαν να τον κακοποιούν και να του κλέβουν και την τελευταία δεκάρα του, - προκειμένου να τον βοηθήσουν να μεταναστεύσει στο Καναδά, υποχρεώνοντας τον να υπογράψει δηλώσεις αποποίησης της Ελληνικής του Ιθαγένειας, και αμέσως μετά τον κάρφωναν στις σχετικές υπηρεσίες των Αθηνών. Και όμως οι “εντιμότατοι” αυτοί απατεώνες συνέχιζαν να χαίρουν της εκτίμησης των διπλωματικών αποστολών της Ελλάδας, και να έχουν “ελεύθερη πρόσβαση” στις υπηρεσίες τους Η κατάσταση αυτή είχε γίνει τόσο εκρηκτική ώστε μου ήταν αδύνατον να την ανεχθώ. Προσωπικά είμαι μέρος μιας πολιτιστικής κοινότητας η οποία καυχιέται για τη δημιουργία της δημοκρατίας και το σεβασμό στους πολίτες της, πως λοιπόν τώρα θα μπορούσα να κλείσω τα αυτιά και τα μάτια μου μπροστά σε αυτές τις εγκληματικές προκλήσεις τις ενάντιες στα δικαιώματα αυτών των πολιτών. Έτσι υποχρεώθηκα να αρχίσω έναν προσωπικό αγώνα ενημέρωσης των υπεύθυνων υπηρεσιών των Αθηνών. “Εάν μου αποδείξουν ότι οι πολίτες αυτοί είναι ανθέλληνες, έγραφα, τότε δέχομαι πρόθυμα να παίξω και την δική μου προσωπική ιθαγένεια.”

Μια μικρή αναδρομή

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι στην προηγούμενη αρθρογραφία μου ανέφερα ότι η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους της “Μακεδονίας” είχε αποφασιστεί το 1975 από το ΝΑΤΟ και την Ουάσιγκτον, το δε σχετικό πρωτόκολλο είχε γίνει αποδεκτό από την τριανδρία του πολιτικού κατεστημένου της Ελλάδας, (Καραμανλή, Μητσοτάκη, Παπανδρέου).

Θα ήθελα επίσης να δηλώσω ότι η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας ήταν εκείνη που υποχρέωνε την  πολιτική ηγεσία των Αθηνών να τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά της διοίκησης, υπαλλήλους και κυρίως διπλωμάτες της απόλυτης εμπιστοσύνης του ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα η ομάδα των ανθρώπων του ΝΑΤΟ, ήταν εκείνη που το διάστημα αυτό αποφάσιζε για την μορφή της εξωτερικής πολιτικής των Αθηνών. Μεταξύ άλλων θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ένας των διπλωματών από το Τορόντο, έφθασε να διευθύνει το πολιτικό γραφείο του τότε δικτάτορα πρωθυπουργού της Αθήνας. Το περίεργο είναι ότι όταν τελικά “έπεσε” η δικτατορία των συνταγματαρχών, ο ίδιος βρέθηκε διπλωματικός διευθυντής του γραφείου του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ύστερα δε από χρόνια ανέλαβε το γραφείο του Υπουργού Μακεδονίας- Θράκης Νίκου Μάρτη, σαν σύμβουλος του τελευταίου.

Ένας δεύτερος, ο Σωτηρόπουλος, από τα πιστά στελέχη του ΝΑΤΟ, βρέθηκε στην ίδια θέση επί πρωθυπουργίας Σημίτη και υπολογίζω ότι ήταν ένας από εκείνους που δούλεψαν ώστε να κατέβει μαλακά από τον λαιμό μας το γεγονός με τα Ίμια.

Και ναι μεν ο Ελληνικός λαός συνεχίζει να αισθάνεται ως προδοσία της Ιμια, ο εν λόγω διπλωμάτης όμως συνεχίζει την ανοδική επαγγελματική του καριέρα.

Στην κατάσταση αυτή των ονομάτων θα χωρούσαν άνετα τα ονόματα των περισσότερων διπλωματών που έχουν περάσει από το Τορόντο και οι οποίοι με τα χρόνια “ανακυκλώθηκαν” από πρόξενοι σε πρέσβεις.

Μια επίθεση χωρίς προηγούμενο.

Πρέπει να ομολογήσω ότι η νέα μέθοδος αγώνα που επέλεξα, σκόρπισε αμέσως τρόμο και φόβο μεταξύ των γραφειοκρατών της διπλωματικής υπηρεσίας, οι  οποίοι ανοικτά πλέον άφησαν να φανούν οι φόβοι τους.

Ήταν μια περίοδος την οποία θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως μοναδική. Όλες τους οι προσπάθειες είχαν έναν στόχο το πως θα πάψω να γράφω καθώς επίσης και τη παραίτησή μου από την έκδοση της επιθεώρησης.

Ύστερα όμως από την επίμονη άρνησή μου να “συμμορφωθώ” με τις “φιλικές” τους υποδείξεις, ομολογώ ότι άρχισε μια νέα περίοδος σκληρών μέτρων εναντίον μου.

Αρχικά στο γενικό προξενείο του Τορόντο βρέθηκε αποσπασμένος ειδικός υπάλληλος του τμήματος πληροφοριών ο οποίος δεν “άφησε πέτρα ασήκωτη” προκειμένου να μου υποχρεώσει να σταματήσω το έργο που είχα αναλάβει εθελοντικά, την αφύπνιση της συνείδησης των ομογενών για τους κινδύνους που περιέβαλλαν την Μακεδονική γή. Μάθαινα τις κινήσεις του από φίλους και συνεργάτες, πλην όμως δεν άφησα να φανεί κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτόν ή και το τι προσπαθούσε να επιτύχει. Με λίγα λόγια απλώς τον αγνόησα τελείως. Τελικά, ύστερα από μερικούς μόνον μήνες μου πήρε στο τηλέφωνο και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Του απάντησα ότι θα το έκαμα με ευχαρίστησή μου, πλην όμως του δήλωσα όχι στο γραφείο σου, επειδή δεν σας έχω εμπιστοσύνη, ισχυρίζεσθε ότι εργάζεστε για τα συμφέροντα του Ελληνικού λαού, ενώ στην πραγματικότητα τον ξεπουλάτε κάθε μέρα. Έδειξε θυμωμένος. Προσπάθησε να υψώσει το τόνο της φωνής του. “Άκουσε, τον συμβούλεψα, εγώ γνωρίζω κάθε λεπτομέρεια από την ζωή σου, ξέρω από που έρχεσαι και επίσης που θέλεις να φτάσεις. Αντίθετα εσύ δεν νομίζω ότι έχεις κανένα παρόμοιο προνόμιο”. Η συνομιλία μας τέλειωσε εκεί, αφού προηγουμένως συμφώνησα να τον συναντήσω σε κάποιο εστιατόριο έξω από την σεληνική γειτονιά.

Τον λέγανε Ηλία Ηλιόπουλο και ήταν υπάλληλος της υπηρεσίας πληροφοριών, μου ζήτησε να του παρουσιάσω τους τουρκικούς χάρτες που είχα στην κατοχή μου και οι οποίοι παρουσίαζαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ότι ανήκαν στην Τουρκία.

Ευχαρίστως του έδωσα φωτογραφίες των χαρτών, πλην όμως αρνήθηκα να του δώσω τους κανονικούς χάρτες, “για λόγους ασφάλειας των εγγράφων” του εξήγησα. “Τι εννοείς”, μου ρώτησε. Εννοώ ότι δεν σου έχω καμία εμπιστοσύνη. Πιστεύω ότι εάν σου δοθεί  η ευκαιρία οι χάρτες θα καταστραφούν μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Δεν πιστεύω πλέον ότι κανένας από σας πιστεύει στα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Τα μοναδικά συμφέροντα που πιστεύεται είναι τα προσωπικά σας. Προσπάθησε να με μεταπείσει, φάνηκε ευγενικός, μου ανέφερε ότι υπηρέτησε στη Σμύρνη και αισθάνθηκε τη ντροπή και αγανάκτηση από τη στάση των Τούρκων ενάντια στους ομοεθνείς μας. Τέλος μου παρακάλεσε να του εμπιστευτώ τους χάρτες και ότι άλλο υλικό είχα στα χέρια μου. Τον άφησε να τελειώσει και του δήλωσα ότι χάρτες και στοιχεία δεν βλέπει ούτε και με δικαστική εντολή. Ανήκουν σε δημοσιογράφο του δήλωσα, “κοντός ψαλμός Αλληλούια.” Στο σημείο αυτό ξέσπασε μια ολόκληρη καταιγίδα ύβρεων και απειλών. “Είσαι ρουφιάνος”, μου δήλωσε, “έχεις καταστρέψει με αυτή σου τη λόξα να υπερασπίζεσαι ανθέλληνες, χιλιάδες σταδιοδρομίες λαμπρών διπλωματών, σταμάτησε αμέσως προτού είναι αργά.”

Τον ρώτησα τι είχαν στο νου τους να κάνουν. “Σου υπόσχομαι να σε καταστρέψουμε. Θα σε γελοιοποιήσουμε στην ομογένεια. Θα σε κυνηγήσουμε από τις κοινότητες, τους συλλόγους, θα δώσουμε εντολή σε όλους να σου κρατήσουν σε απόσταση. Θα σου ξευτελίσουμε, αντιλαμβάνεσαι ότι με την αντίδρασή σου καταστρέφεις ολόκληρη την κυβερνητική πολιτική. Ξεσηκώνεις το κόσμο με αυτά που γράφεις και δημιουργείς πονοκεφάλους στην κυβέρνηση. Αντιλαμβάνεσαι ότι η υπόθεση του Μακεδονικού είναι κάτι που μας επιβλήθηκε από ψηλά, μπορείς να μου πεις με ποιό τρόπο θα μπορούσες να το αντιμετωπίσεις ο ίδιος. Όσο για την Τουρκία κυκλοφορεί χάρτες, λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε, να πάμε για πόλεμο; θα αστειεύεσαι διαθέτει μια τεράστια πολεμική μηχανή, πως θα την σταματήσουμε. ” Αυτά και άλλα παρόμοια ειπώθηκαν σε εκείνη την συνάντηση, την οποία όμως τυχαίως και είχα ηχογραφήσει. Άκουσα τέτοιες βρισιές και ασχήμιες, τόσες απειλές και φθηνούς εκβιασμούς ώστε την επομένη κιόλας να φροντίσω να στείλω ένα αντίγραφο της ηχογραφημένης κασέτας στην υπηρεσία του, ρωτώντας τους εάν αυτή η μέθοδος αποτελούσε μέρος της πολιτικής τους.

Τρεις εβδομάδες αργότερα ο Ηλίας μου ξαναπείτε στο τηλέφωνο για να απολογηθεί. “Έκανα σφάλμα μου δήλωσε, νευρίασα, παρασύρθηκα από τις εντολές που έλαβα από τον γενικό πρόξενο, το γνωρίζω έκανα σφάλμα, πλην όμως και εσύ δεν θέλησες να δείξεις την παραμικρή επιείκεια. Στην πραγματικότητα με κατέστρεψες. Μια ολόκληρη σταδιοδρομία τελειώνει εδώ επειδή θέλησα να μεσολαβήσω μεταξύ σας.” Αναφέρθηκα σε αυτό το περιστατικό επειδή το θεωρώ ενδεικτικό της νοοτροπίας κατάχρυσης εξουσίας και ασέβειας στον Έλληνα πολίτη από εκείνους οι οποίοι υποτίθεται ότι έχουν ταχθεί βοηθοί και συνεργοί του.

Μερικούς μήνες αργότερα πληροφορήθηκα ότι έφτασε στο γραφείο παιδείας του Τορόντο νέος σύμβουλος παιδείας. Ονομαζότανε Σωτήρης Κίτσος, με καταγωγή από τον κάμπο των  Γιαννιτσών. Ακολουθώντας την μέχρι τότε πολιτική μου, για άλλη μια φορά απέφυγα να τον συναντήσω, μολονότι συνέχισα να βομβαρδίζω την Αθήνα με διαμαρτυρίες Ελλήνων πολιτών εναντίον των διπλωματικών υπηρεσιών της Ελλάδας και όχι μόνον μα και να δημοσιεύω τα γεγονότα σε κάθε έκδοση της επιθεώρησης.

Μέρες αργότερα, ωστόσο, μια ζεματιστή μέρα του καλοκαιριού ενώ βρισκόμουν στη Ντάνφορθ όπου μοίραζα φύλλα της επιθεώρησης, ξαφνικά είδα μπροστά μου έναν άγνωστο νεαρό να φωνάζει το όνομά μου, προσπάθησα να θυμηθώ εάν τον γνωρίζω χωρίς όμως επιτυχία. “Θέλω να σας συγχαρώ προσωπικά”, μου δήλωσε ο άγνωστος σε πολύ καλλιεργημένα ελληνικά. Ποιος είστε, τόλμησα να ρωτήσω.

Ονομάζομαι Σωτήρης Κίτσος, μου δήλωσε και είμαι ο νέος εκπαιδευτικός σύμβουλος στο προξενείο. Δεν μπορώ να μιλήσω περισσότερο μαζί σας αυτή τη στιγμή επειδή οι προϊστάμενοί μου, μου απαγόρευσαν ακόμα και να σας δω, πλην όμως θεώρησα ευκαιρία αυτή τη τυχαία συνάντηση για να σας συγχαρώ και να σας δηλώσω πόσο είμαστε περήφανοι για το έργο που επιτελείτε. Κύριε Σάρα θέλω να γνωρίζεις  ότι στην Αθήνα έχεις πανίσχυρους εχθρούς μα και παντοδύναμους φίλους οι οποίοι γνωρίζουν τον αγώνα που δίνεις και είναι δίπλα σου όσο και όπως μπορούν. Μου δήλωσε ακόμα ότι ήθελε να με συναντήσει προσωπικά και μακριά από τα μάτια των “περίεργων”, κυρίως μακριά από τα μάτια του γενικού προξένου. Του έδωσα την διεύθυνση μου και τον προσκάλεσα οποιαδήποτε Κυριακή του ήταν εύκολο να φάει μαζί με την οικογένειά μου, και συνέχισα το έργο που έκανα.

Γενικός πρόξενος την εποχή εκείνη θυμάμαι ήταν κάποιος Βασσάλος, Αιγιπτιώτης την καταγωγή, μεγαλωμένος στο Κάϊρο.

Στο σημείο όμως αυτό είμαι και πάλι υποχρεωμένος να διακόψω με την υπόσχεση να επανέλθω με περισσότερες αποκαλύψεις στην αντίστοιχη έκδοση του Μάρτη του 2008.