The strong voice of a great community
Δεκέμβριος 2006

Πίσω στο ευρετήριο

 

Λόγια του καφενείου.

 

Γράφει ο Διονύσης Ε. Κονταρίνης  Νοέμβριος 2006

 

Η ατμόσφαιρα όχι και τόσο χαρούμενη στο ομογενειακό μας καφενείο σήμερα. Οι φίλοι μας, οι θαμώνες, σκεφτικοί, συλλογισμένοι και προβληματιζόμενοι καθόντουσαν στις θέσεις τους ρουφώντας το φραπεδάκι τους και το καπουτσίνο τους... Θα ρωτήσετε τι έγινε το ελληνικό καφεδάκι; Τα είπαμε φίλοι μου. Πάει αυτό. Ανήκει στο παρελθόν. Η ζωή προχωράει και έχει δώσει τη θέση της στο φραπεδάκι, σε διάφορες μορφές, και στον καπουτσίνο με ένα καπελάκι από κρέμα.

Αμίλητοι και συλλογισμένοι λοιπόν μια και ο «πολύξερος» της παρέας μπαίνοντας στο καφενείο έριξε μια ....”μέραααα!!!” και πέταξε το δόλωμα.

-Ντροπή και αίσχος για την πατρίδα μας αυτό που έγινε στην Εύβοια με τους πιτσιρικάδες μαθητές, είπε και κάθισε παραγγέλλοντας ένα..... καπουτσίνο.

-Και πού είσαι “μεγάλε,” φώναξε στον καφετζή. Τον θέλω μερακλίδικο.

Τώρα πως γίνεται καπουτσίνο και μερακλίδικος είναι....... μια άλλη ιστορία.

Όλοι τους λοιπόν, γύρισαν και τον κοίταξαν ερωτηματικά και προτίμησαν να μην μιλήσουν μιας και όλοι τους γνώριζαν το γεγονός. Οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες είχαν φροντίσει για την ενημέρωση των ομογενών με ολοήμερες εκπομπές και αμέτρητες σελίδες για  το γεγονός. Φυσικά όχι για να ενημερώσουν. Απλούστατα για να πετύχουν ρεκόρ τηλεθέασης και ρεκόρ πώλησης φύλλων της εφημερίδας τους. Έτσι όλοι τους είχαν μια κάποια δική τους γνώμη.

Το φραπεδάκι φτάνει μπροστά στον πολύξερο. Τραβάει μια ρουφηξιά και κοιτάζει όλους γύρω του που δεν λένε να τσιμπήσουνε το δόλωμα που τους πέταξε.

-Θα γίνουμε ρεντίκολο σε όλο τον κόσμο, σας λέω.

-Σιγά το πράμα ρε φίλε, του πέταξε κάποιος από το βάθος, ξαπλωμένος σε δυο καρέκλες. Σε άλλες χώρες λίγα γίνονται. Διαβάζεις εφημερίδες.

Ο πολύξερος παράτησε τον καπουτσίνο του και σηκώθηκε όρθιος.

-Ρε συ, Μιλάμε για νήπια, που τα πιάσανε να βιάζουνε μία μικρούλα μέσα στο αποχωρητήριο του σχολείου. Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό;

- Δεν μας τα λες καλά μεγάλε, μίλησε ο ήρεμος που ξαπλωμένος στην καρέκλα του, ακουμπούσε το κεφάλι του στον τοίχο και έπινε αργά- αργά ένα μπουκάλι νερό.

-Παιδιά , μην το λέτε βιασμό αυτό που έγινε. Όλοι λένε ότι η κοπέλα πήγε με την θέλησή της. Τα άλλα όλα είναι κουραφέξαλα, πέταξε κάποιος που κάπνιζε το τσιγαράκι του.

- Ναι ρε συ φίλε, εν τάξει. Σωστά τα λες. Όμως με την θέλησή της πήγε με τέσσερις; Σαν λιγάκι χοντρό δεν σου φαίνεται

- Έχει δίκιο ο δικός μας ρε σεις, είπε ο πολύξερος. Δεν είναι δυνατόν μια μικρούλα να πάει με τέσσερις μέσα σε λίγη ώρα. Τι διάολο. Του δρόμου είναι;

- Όχι ρε σεις. Βουλγάρα είναι, είπε κάποιος που έμοιαζε να μισοκοιμάται με το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι.

Όλοι τους σταμάτησαν και τον κοιτούσαν αγριεμένοι.

-Φίλε. Κοιμήσου και άσε μας στην κουβέντα μας, του πέταξε ο πολύξερος.

Κι΄ο άλλος στ΄αλήθεια προτίμησε να ξαπλώσει και πάλι το κεφάλι του στο τραπεζάκι και τους άφησε να συνεχίσουν.

-Τι λέγαμε ρε παιδιά, ρώτησε ο πολύξερος, που έμοιαζε να το απολαμβάνει που οι θαμώνες μας είχανε τσιμπήσει το δόλωμά του και η κουβέντα έμοιαζε να έχει καλή συνέχεια. Τι λέγαμε;.

-Λέγαμε αν είναι βιασμός ή όχι, αυτό που έγινε στην Εύβοια, του φώναξε κάποιος.

-Και τι είμαστε εμείς ρε σεις; Δικαστήριο ή αστυνομία; Εμείς θα αποφασίσουμε αν είναι βιασμός ή όχι;

-Έχει δίκιο ρε παιδιά ο φίλος, είπε κάποιος. Εμάς δεν μας ενδιαφέρει αν είναι βιασμός ή όχι. Εμάς μας ενδιαφέρει να μην γίνονται τέτοια πράματα στα σχολεία των παιδιών μας.

-Για να μην γίνονται τέτοια πράματα θα πρέπει να υπάρχει Υπουργείο Παιδείας. Και τέτοιο Υπουργείο δεν έχουμε, ρε σεις.

-Δεν μας τα λες καλά ρε φίλε. Το Υπουργείο είναι μια χαρά στα χέρια της Γιαννάκου.

-Ποιας Γιαννάκου ρε. Σιγά την Υπουργό ρε συ. Αυτό το Υπουργείο χρειάζεται άντρα, όπως ήτανε ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου.

-Κόφτο ρε συ. Κόφτο είπα. Του φώναξε ο πολύξερος. Το ΠΑΣΟΚ τα έφτιαξε έτσι. Από τότε άρχισε ο κατήφορος.

-Παλικάρια, φώναξε ο ψύχραιμος και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Είπαμε να κουβεντιάσουμε γι΄αυτό που έγινε στο σχολείο στην Εύβοια. Γιατί αρπαχτήκατε;

-Ρε σεις. Τους φώναξε ο πολύξερος. Είσαστε βάρβαροι ρε. Δεν ξέρετε να κουβεντιάζετε πολιτισμένα

-Γιατί εσύ ρε μεγάλε ξέρεις, έτσι;

-Άστα να τα πούμε μια άλλη φορά, του είπε και ξαναρούφηξε το καπουτσίνο του.

Και η συζήτησε τέλειωσε όπως τελειώνουν πάντα τις συζητήσεις τους οι θαμώνες του ομογενειακού καφενείου μας. Σαν γνήσιοι Ρωμιοί.