The strong voice of a great community
Δεκέμβριος 2006

Πίσω στο ευρετήριο

  Συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα

Οντολογία

(μεταφυσική-μορφολογία-αισθητική).

Στο πρόβλημα της ουσίας ο Αριστοτέλης ξεκίνησε με την κριτική της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών. Παρατήρησε ότι η πρωτοβουλία του Πλάτωνα να εξηγήσει την αισθητή πραγματικότητα σαν έκτυπο μιας νοητής είχε το μειονέκτημα ότι χώριζε την πραγματικότητα σε δυο επίπεδα και ότι, αντί να λύσει το πρόβλημα της ουσίας καθαυτό, το μετέθεσε σε ένα άλλο επίπεδο, που θα έπρεπε επίσης να εξηγηθεί από ένα τρίτο κ.ο.κ. ως το άπειρο. Έτσι ο Αριστοτέλης, βλέποντας τη ματαιοπονία μιας τέτοιας προσπάθειας, προτίμησε να επιστρέψει στην αισθητή πραγματικότητα και να αναζητήσει την ουσία των όντων μέσα στα συγκεκριμένα αντικείμενα.

Με προϋπόθεση τη γνώση της φυσικής φιλοσοφίας των προσωκρατικών και τα πορίσματά του από προσωπικές φυσιογνωστικές και βιολογικές έρευνες, ο Αριστοτέλης ανέλυσε τη γένεση των όντων και έφτασε στο συμπέρασμα ότι τα συστατικά στοιχεία κάθε όντος είναι η ύλη και η μορφή. Έπειτα παρατήρησε ότι η ύλη και η μορφή ως συστατικά στοιχεία των όντων δεν υπάρχουν ποτέ χωρισμένα στην πραγματικότητα, όπως δεν υπάρχει ποτέ σώμα χωρίς ψυχή ή ψυχή χωρίς σώμα. Συνεπώς κατανόησε την ύπαρξη κάθε όντως ακριβώς ως σύνδεσμο ύλης και μορφής και εξήγησε την πραγματικότητα ως ενότητα σύνθετη.

Βασισμένος στη γενικά αποδεκτή διδασκαλία της προηγούμενης φιλοσοφίας για τη γένεση και το θάνατο ως σύνθεση και διάλυση των όντων στα συστατικά τους, που καθαυτά θεωρούνται αιώνια και αμετάβλητα, θεώρησε επίσης την ύλη και τη μορφή ως συστατικά των όντων καθαυτά αιώνια και αμετάβλητα. Κατά τον Αριστοτέλη, σε κάθε γένεση, δηλαδή σε ό,τι παίρνει μορφή είτε από τη φύση είτε από χέρι ανθρώπου, υπόκειται πάντα ως βάση κάποιο υλικό, που χωρίς αυτό η γένεση είναι αδιανόητη. Με τη θέση του αυτή συμφωνούσε εξάλλου με την γενικότερη ελληνική σκέψη, τη μυθική και την επιστημονική, που είχε αποκλείσει την γένεση από το μηδέν. Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό που γίνεται κάθε φορά με τη γένεση ενός όντος φυσικού ή τεχνητού δεν είναι ούτε ύλη ούτε μορφή, αλλά μόνο ο συγκεκριμένος σύνδεσμος ύλης και μορφής.

Σύμφωνα με τις παραπάνω γενικές διατυπώσεις του, ο Αριστοτέλης δίδαξε τα ακόλουθα. Για την ύπαρξη ενός όντος η ύλη αποτελεί τη δυνατότητα της πραγμάτωσής του και η μορφή την ενεργό παρουσία του. Η γένεση ενός όντος είναι μετάβαση από τη δυνατότητα της πραγμάτωσής του στην ενεργό παρουσία του. Κατά τη γένεση ενός όντος ορισμένη μορφή παρεμβαίνει πάνω σε ορισμένο υλικό, οπωσδήποτε δεκτικό της μορφής που το πλησιάζει, και τότε αυτό αποδεσμεύεται από την παλιά του μορφή, αποδέχεται το σύνδεσμό του με τη νέα, με αποτέλεσμα τη γένεση ενός νέου όντος. Η ύπαρξη δεν είναι κάτι που υπάρχει καθαυτό, αλλά η παρουσία της μορφής μέσα στα πράγματα σε δεδομένο χώρο και χρόνο, συνεπώς ένα πράγμα υπάρχει, όταν από την κατάσταση της δυνατότητας περνάει στην κατάσταση της πραγματικότητας σε δεδομένο τόπο και χρόνο.

Εξηγώντας ο Αριστοτέλης ότι κάθε γένεση πραγματώνεται ή από τη φύση ή από την τέχνη, παρατήρησε και τη βασική διαφορά ανάμεσα στη φυσική γένεση και στη γένεση μέσο της τέχνης. Η γένεση ενός οργανικού όντος προσδιορίζεται πάντα από την προηγούμενη παρουσία και την ενεργητική επίδραση ενός όμοιου με αυτό όντος, αφού το σπέρμα που προκύπτει από αυτό ως υποκείμενο έχει μέσα του «δυνάμει» τη μορφή του νέου όντος. Αντίθετα, στη γένεση του τεχνητού όντος η μορφή είναι από πριν παρούσα μέσα στο πνεύμα του δημιουργού του, ενώ η μετάβαση από τη δυνατότητα της ύλης στην πραγμάτωση της μορφής γίνεται μόνο ύστερα από συνειδητή εργασία του τεχνίτη πάνω στην οπωσδήποτε επιδεκτική ύλη (πέτρα, χαλκό κτλ.).

Έτσι για την πραγμάτωση της μορφής ο Αριστοτέλης διευκρίνισε ακόμη ότι στην τέχνη η μορφή, που προϋπάρχει μέσα στο πνεύμα του δημιουργού, επιβάλλεται στην ύλη απέξω, ενώ στη φύση η μορφή ενεργεί η ίδια σκόπιμα μέσα στο φυσικό όν για την πραγμάτωση του εαυτού της, γιατί είναι σύμφυτη με την ύλη που αυτή δεσμεύει και η αιτία της ύπαρξής της ταυτίζεται με το σκοπό της πραγμάτωσής της. Από αυτό το σημείο εισηγήθηκε τη θεμελιακή για το σύστημά του έννοια της «εντελέχειας», δηλαδή του αυτοσκοπού στην πραγμάτωση του όντος, έννοια που είχε την ευχέρεια να τη στηρίξει όχι μόνο μεταφυσικά αλλά και γενικότερα οντολογικά, ακόμη και λογικά και προπαντός βιολογικά. Από γενικότερη άποψη, για τη γένεση των όντων και στο φυσικό πεδίο και στο τεχνικό, ο Αριστοτέλης πέρα από τις διαφορές, θεωρούσε τη μορφή όχι ως απλό αισθητό τύπο του όντος αλλά ως αρχή που προσδιορίζει ποιοτικά το όν και που ενεργεί για να είναι αυτό έτσι που είναι. Με τη θέση αυτή κατέστησε τη δική του έννοια της μορφής (του «είδους») κατά κάποιο τρόπο αντίστοιχη της πλατωνικής «ιδέας», ακόμη και στο ότι η μορφή ως λογικά καταληπτή παρουσία παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε το όν.

Μελετώντας το πρόβλημα της ουσίας, ο Αριστοτέλης δεν αρκέστηκε στις γενικότερες μορφολογικές θεωρήσεις του αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την «ποίηση» ως γενική μορφοπλαστική ικανότητα του ανθρώπου, φανερή στα έργα του από τις πιο ταπεινές κατασκευές ως τα μνημειώδη έργα τέχνης. Έτσι παρατήρησε ότι με την «ποίηση» ο άνθρωπος δημιουργεί σε δύο επίπεδα, στο τεχνολογικό και στο καλλιτεχνικό.

Συγκεκριμένα στο τεχνολογικό επίπεδο κατασκευάζει αντικείμενα που δε γίνονται από τη φύση και που τείνουν να τη συμπληρώσουν (σκεύη, όργανα κτλ.), ενώ στο καλλιτεχνικό δημιουργεί πράγματα που απομιμούνται αντικείμενα, φαινόμενα και γεγονότα που υπάρχουν στη φύση και που τείνουν να την εξηγήσουν (έργα τέχνης). Ειδικότερα ξεχώρισε το ωραίο από το ευχάριστο και από το καλό, παρατηρώντας ότι ένα πράγμα μπορεί να είναι ευχάριστο με την καταλληλότητά του για την εξυπηρέτηση κάποιας ανάγκης, χωρίς να είναι ωραίο από μαθηματική άποψη, χωρίς να είναι καλό από ηθική άποψη. Σχετικά αναγνώρισε ως στοιχεία του ωραίου την τάξη, τη συμμετρία και την οριστικότητα.

Για τα μορφώματα του ανθρώπινου λόγου ο Αριστοτέλης έκανε επίσης ειδικές έρευνες. Από αυτές έχουν προέλθει τα συγγράμματά του «Ρητορική τέχνη», που σώθηκε ακέραιη και το «Περί ποιητικής», που σώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος. Στο πρώτο εξέτασε τη γλωσσική έκφραση των σκέψεων, το «πρέπον της λέξεως» και τη «διάνοιαν του λεγομένου» σε συνάρτηση με την ψυχολογία του ακροατή και σύμφωνα βέβαια με τις προϋποθέσεις αυτού του είδους σπουδής, που είχαν καλλιεργήσει πρώτοι οι σοφιστές. Με το δεύτερο εξέτασε την ποίηση ως μίμηση, σύμφωνα βέβαια με το γενικότερο κριτήριο της θεωρίας του για την τέχνη. Από τις μορφές της ποίησης την πιο σύνθετη, την τραγωδία, την όρισε με τα παρακάτω λόγια «Έστιν ουν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι' απαγγελίας, δι' ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσης». («Τραγωδία είναι μίμηση αξιοσπούδαστης και τελειωμένης, που έχει μέγεθος, με λόγο καλλιτεχνικό, χωριστό για τη μορφή του κάθε μέρους της, με δράση και όχι με απαγγελία, που περαίνει με έλεος και φόβο την κάθαρση τέτοιων παθημάτων»).

Σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήριά του ο Αριστοτέλης ήταν επόμενο να αρνηθεί τη θέση του Πλάτωνα ότι η τέχνη είναι «τρίτον από της αληθείας» και να διδάξει ότι η τέχνη, όντας μίμηση πραγμάτων, δεν παύει να είναι πραγματική γένεση, ότι ο καλλιτέχνης προσκομίζει με άλλον τρόπο πραγματική γνώση και ότι με το έργο του ανταποκρίνεται στα πιο καίρια προβλήματα του ανθρωπίνου βίου. Διευκρίνισε ότι ο καλλιτέχνης, μιμούμενος τη φύση, δεν επαναλαμβάνει το πράγμα ακριβώς όπως έγινε αλλά το παρουσιάζει έτσι όπως αυτό, σύμφωνα με τη φύση του, θα μπορούσε να είχε συμβεί. Και γι' αυτό υποστήριξε ότι η «ποίησις», είναι «φιλοσοφώτερον ιστορίας», γιατί η πρώτη συλλαμβάνει το γενικό, ενώ η δεύτερη μόνο το ειδικό.

 

Φυσική φιλοσοφία

(κοσμολογία-φυσιογνωσία-βιολογία).

Στη μελέτη του φυσικού κόσμου ο Αριστοτέλης προσδιορίστηκε, όπως ήταν επόμενο, από τη βασική οντολογική θέση του ότι η ουσία των πραγμάτων είναι σύνθετη από ύλη και μορφή, που στη φυσική φιλοσοφία του τη συμπλήρωσε με το τελεολογικό κριτήριο. Σύμφωνα μ' αυτό δίδαξε ότι η φύση δημιουργεί, πάντα σκόπιμα και πάντα πάνω σε μόνιμα καθορισμένη κλίμακα ειδών, από τα ατελέστερα προς τα τελειότερα όντα, που όχι μόνο έχουν μέσα τους καθένα χωριστά το σκοπό της αυτοπραγμάτωσής τους («εντελέχεια») αλλά και που γίνονται για να εξυπηρετήσουν, με την ίδια την αυτοπραγμάτωσή τους, την πραγμάτωση άλλων, ανώτερων ειδών, με μια εξέλιξη όχι από είδος σε είδος αλλά μέσα στα ίδια τα είδη, έτσι που να διαιωνίζεται απαραβίαστα η κλίμακα των ειδών.

Στη φυσική φιλοσοφία αντικείμενο της μελέτης του φιλοσόφου ήταν τα φυσικά πράγματα και ό,τι συμβαίνει με αυτά, δηλαδή «γένεση», «μεταβολή», «κίνηση» κτλ. Ενδιαφέρθηκε να αποσαφηνίσει πρώτα βασικές έννοιες της φυσικής, όπως το άπειρο, η μάζα και το κενό, το συνεχές, ο χώρος και ο χρόνος, η κίνηση και η μεταβολή. Για την αποδοχή του απείρου είχε τρία επιχειρήματα. Πρώτο, ό,τι ο χρόνος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, δεύτερο ότι τα σώματα τέμνονται απεριόριστα και τρίτο, ότι οι αριθμοί δεν τελειώνουν πουθενά. Για το χώρο σε σχέση με την κίνηση παρατήρησε ότι και τα δύο προϋποθέτουν αμοιβαία το ένα το άλλο, γιατί η κίνηση είναι νοητή μόνο σε σχέση με κάτι. Για το συνεχές δίδασκε ότι, όπως ο χώρος σε σχέση με τα πράγματα, έτσι και το συνεχές δεν είναι κάτι πλάι στη μάζα, στο χρόνο και στην κίνηση αλλά μια δομή κοινή με αυτά τα φαινόμενα και παρουσιάζεται, καθώς αυτά συνδέονται λειτουργικά. Με αυτό τον τρόπο πρώτος επισήμανε τη σχετικότητα χώρου, χρόνου και κίνησης, λέγοντας ότι η κίνηση και κάθε μεταβολή είναι συνεχείς, επειδή η διανυόμενη απόσταση είναι συνεχής, επειδή η κίνηση είναι συνεχής. Γενικεύοντας δίδαξε ότι, καθώς η κίνηση είναι αιώνια, είναι αιώνιος και ο κόσμος, ότι η κίνηση των όντων φαινομενικά αυτοκίνηση, ενώ στην πραγματικότητα κάθε κίνηση μέσα στον κόσμο δεν είναι παρά αυτοκίνηση πράγματος κινουμένου απέξω και ότι η αλυσίδα «κινούν-κινούμενον» προϋποθέτει ένα «ακίνητον κινούν», δηλαδή τη λογική αρχή της κίνησης που είναι καθαυτήν ανεξάρτητη από την κίνηση.

Σύμφωνα με όλες τις παραπάνω θεωρητικές διαπιστώσεις του, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο κόσμος και ολόκληρος ο βιολογικός κύκλος μέσα σ' αυτόν είναι πράγματα αιώνια, ότι η ολοκληρωμένη μορφή κάθε παροδικού πράγματος είναι το αισθητό φανέρωμα της αιωνιότητας και της νομοτέλειας του φυσικού γίγνεσθαι και ότι ο κύκλος της ανάγκης, σε αναφορά με την αιωνιότητα της μορφής, ακολουθεί μηχανικά τη γραμμή γένεση-αύξηση-τελείωση-μείωση-φθίση-φθορά.

Τον κόσμο ο Αριστοτέλης τον περιέγραφε με αφετηρία τα δεδομένα της φυσικής φιλοσοφίας των προσωποκρατικών. Είπε ότι τα φυσικά σώματα είναι κράματα από τα τέσσερα στοιχεία (γη, νερό, αέρας, φωτιά), που συνδυάζουν μέσα τους τις βασικές ποιότητες (γη-κρύο/ζεστό, νερό-κρύο/υγρό, αέρας-ζεστό/υγρό, φωτιά-ζεστό/ξερό) και που μέσα στον κοσμικό χώρο έχουν διάταξη σε ομόκεντρες σφαίρες, με τα βαρύτερα προς το κέντρο (γη) και τα ελαφρότερα προς την περιφέρεια (φωτιά). Σ' αυτά τα τέσσερα στοιχεία, τα οποία οι προσωκρατικοί είχαν υποθέσει ως συστατικά του σύμπαντος, ο Αριστοτέλης πρόσθεσε πέμπτο, τον αιθέρα στην εξωτερική περιφέρεια. Οι ονομασίες «πέμπτον σώμα» ή «πέμπτη ουσία» ή «πεμπτουσία» ως χαρακτηρισμός του αιθέρα δεν οφείλεται στον ίδιο τον Αριστοτέλη αλλά σε μεταγενέστερους «δοξογράφους». Για τον αιθέρα ο Αριστοτέλης είπε ότι από αυτόν, ως μοναδικό υλικό, αποτελούνται όλα τα ουράνια σώματα από τη Σελήνη και πέρα και γι' αυτό το λόγο εκείνα παραμένουν αναλλοίωτα, ενώ τα σώματα κάτω από τη Σελήνη μεταβάλλονται αδιάκοπα. Από αυτές τις θέσεις γίνεται φανερό ότι ο Αριστοτέλης δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την παλιότερή του κοσμολογία ούτε στο θέμα της «δυαρχίας» (δυο είδη υλικού και δομής μέσα στο σύμπαν) ούτε στο θέμα του γεωκεντρισμού (ομόκεντρες σφαίρες γύρω από τη Γη). Για την Γη αποδέχθηκε βέβαια την επιστημονικότερη θεωρία του Ευδόξου, που της απέδωσε σφαιρικότητα ανάλογη με τη σφαιρικότητα του ουρανού και, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, ήταν καλύτερα πληροφορημένος για τις χώρες της Δύσης παρά για εκείνες της Ανατολής. Στα «Μετεωρολογικά» του εξέτασε ακόμη φαινόμενα, όπως οι διάττοντες και οι καινοφανείς αστέρες, οι μετεωρίτες και οι κομήτες, το Βόρειο Σέλας και ο Γαλαξίας, απαλλαγμένος από δεισιδαιμονίες που ήταν κυρίαρχες στην εποχή του γύρω από αυτά τα φαινόμενα.

Με τις επιδόσεις του σε ειδικά προβλήματα της γενικής φυσιογνωσίας της εποχής του ο Αριστοτέλης πέτυχε να θεμελιώσει θεματολογικά και μεθοδολογικά τη βιολογία και πολλούς άλλους συγγενικούς κλάδους της επιστήμης, όπως η φυτολογία, η ζωολογία, η οικολογία, η εντομολογία, η εμβρυολογία, η ψυχολογία των ζώων κτλ. Έτσι πρώτος εισηγήθηκε μεθόδους ταξινόμησης των ειδών, εξέτασε τα αίτια της διαφοροποίησης του γένους, τις κληρονομικές και τις επίκτητες ιδιότητες, την πολυγονία και την ολιγογονία, την πολυτοκία και τη διάρκεια της κύησης στα διάφορα ζώα, την εξάπλωση ορισμένων ειδών και την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος στο «ήθος» των ζώων, στις συνήθειές τους, στις ασθένειές τους κτλ. Ο φιλόσοφος αντλούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληροφοριακού υλικού του από βιβλία, λαϊκές παραδόσεις, προσωπικές συζητήσεις με γεωργούς, βοσκούς, κυνηγούς, ψαράδες, πρακτικούς γιατρούς κτλ. και σπάνια από αυτοψία. Συνεπώς, η γνώμη ότι ήταν οργανωτής ενός είδους κέντρου έρευνας για όλα αυτά τα πράγματα είναι τουλάχιστον υπερβολική.

Για τις βιολογικές έρευνές του ο Αριστοτέλης διατύπωσε και εφάρμοσε τρία κριτήρια, την «κλίμακα ζωής» (θρεπτική, αισθητική, διανοητική), την «εγγενή θερμότητα» (όσο πιο θερμόαιμο, τόσο πιο εξελιγμένο ζώο) και την «πολυπλοκότητα» της δομής (όσο πιο σύνθετα όργανα, τόσο τελειότερος οργανισμός). Ας σημειωθεί ότι εισάγοντας την έννοια του «οργάνου» και στη συνέχεια του ανόργανου και του οργανικού κόσμου, ο Αριστοτέλης ήταν προσδιορισμένος από τις κρατούσες στην εποχή του, μεταφυσικές και θεολογικές αντιλήψεις για την ψυχή, δηλαδή ότι αυτή μεταχειρίζεται το σώμα σαν όργανο για να πραγματώσει τους σκοπούς της.

Συνοψίζοντας, μπορεί να λεχθεί ότι ο Αριστοτέλης επισήμανε τις εξής βιολογικές αρχές, που η σύγχρονη επιστήμη ανακάλυψε και διατύπωσε εκ νέου, χωρίς να έχει συγκεκριμένη γνώση σχετικών διδασκαλιών του Αριστοτέλη.

1. Η φύση είναι απλή. Επιλύει κάθε πρόβλημά της με τον απλούστερο δυνατό τρόπο και δε δημιουργεί τίποτε μάταια και περιττά.

2. Η φύση δημιουργεί αντίβαρο σε κάθε υπερβολική δύναμη και έτσι εξομαλύνει ανισότητες και αντιθέσεις.

3. Η φύση περιορίζει τα σπέρματα εκεί όπου παρατηρείται υπέρμετρη ανάπτυξη.

4. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του «είδους» μέσα στο άτομο είναι η τελευταία βαθμίδα στη διαδικασία γένεσης του εμβρύου.

5. Τα όργανα είναι εξειδικευμένα.

6. Τα όργανα, παράλληλα με την κύρια λειτουργία τους, επιτελούν και δευτερεύουσες λειτουργίες.

7. Ορισμένα όργανα είναι διαμορφωμένα έτσι, ώστε να προάγουν τη διαιώνιση του είδους.

8. Τα όργανα, όπου είναι κατά ζεύγη, έχουν συμμετρική διάταξη.

 

Ανθρωπολογία

(ψυχολογία).

Χωρίς να παραβλέψει τα κοινά γνωρίσματα ανάμεσα στον άνθρωπο και τα άλλα ζώα, ο Αριστοτέλης αναγνώρισε στον άνθρωπο μια θέση μοναδική μέσα στον κόσμο. Την υπεροχή του την επισήμανε βασικά στην όρθια στάση και στο όρθιο βάδισμά του, στην κατασκευή του χεριού, στον έναρθρο λόγο και στη συνειδητή σκέψη. Με την όρθια στάση του ο άνθρωπος, παρατήρησε ο Αριστοτέλης, έχει την ευχέρεια να κρατά ψηλά το κεφάλι και να το διευθύνει με τρόπο άγνωστο στα τετράποδα, με την ανύψωση του κεφαλιού ευνοούνται οι λειτουργίες των αισθήσεων και της νόησης. Το χέρι ο Αριστοτέλης το είδε σαν όργανο των οργάνων. Αντιστρέφοντας όμως τη θέση του Αναξαγόρα, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο σοφό ζώο, επειδή έχει χέρια, υποστήριξε ότι, ακριβώς επειδή είναι το πιο σοφό ζώο, έχει χέρια. Για τη γλώσσα παρατήρησε ότι αυτή, με τη δομή και το σχήμα της, προπαντός όμως με τη συνθετότερη κίνησή της, είναι όργανο όχι μόνο της γεύσης αλλά και του έναρθρου λόγου, που μεταμορφώνει τη σκέψη σε φωνή και έτσι προάγει τη συνεννόηση, τη συμβίωση και τις πολυπλοκότερες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Υποστήριξε επίσης ότι ο άνθρωπος διαθέτει τη νόηση σαν κάτι πρόσθετο πλάι στην αίσθηση, που είναι κοινή σε όλα τα ζώα, το είχαν ήδη παρατηρήσει ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, οι σοφιστές και ο Πλάτων αλλά ο Αριστοτέλης έδωσε μεγάλες διαστάσεις στη μελέτη αυτής της διαφοράς. Ως απότοκα του συνόλου των φυσικών παραγόντων που συμβάλλουν στην υπεροχή του ανθρώπου παρατήρησε μια σειρά από ιδιότητες και πάθη, που χαρακτηρίζουν μόνο τον άνθρωπο.

Κατά τον Αριστοτέλη λοιπόν, μόνο ο άνθρωπος έχει την έννοια του χρόνου, την ικανότητα να μετρά το χρόνο και ό,τι άλλο, να έχει αυτοσυνείδηση και να σκέφτεται για πράγματα που απασχολούν, να επιλέγει ανάμεσα σε πολλές δυνατότητες το δικό του τρόπο για να πράξει, να γελά και να χτυπά η καρδιά του από ψυχικά και πνευματικά ερεθίσματα. Τέλος, χωρίς να αμφισβητήσει τη διαπίστωση των παλαιότερων σοφιστών, ότι πολλά ζώα υπερτερούν σε δύναμη, σε αντοχή και σε αισθητήρια όργανα, παρατήρησε ότι με το πνεύμα του ο άνθρωπος διαθέτει ανεξάντλητη εφευρετικότητα, που του ανοίγει δρόμους για να πραγματώνει κάθε σκοπό του.

Σε αναφορά με τον άνθρωπο ως σύνολο, όχι μεμονωμένα, είδε ο Αριστοτέλης και το πρόβλημα της ψυχής. Θεώρησε την ψυχή από την αρχή ως όργανο του φορέα της, και γι' αυτό επέκρινε τόσο τη θεωρία του Δημόκριτου ότι η ψυχή αποτελείται από άτομα, όσο και τη θεωρία του Πλάτωνα ότι η ψυχή έχει αυτοκίνηση. Ο Αριστοτέλης μελέτησε την ψυχή όχι μόνο από γενική φιλοσοφική άποψη αλλά και από βιολογική, γνωσιολογική και ηθική, προσέχοντας περισσότερο, πρώτος αυτός κατά την αρχαιότητα, τα ψυχοσωματικά και βιολογικά φαινόμενα παράλληλα με τα νοητικά. Από αυτό φαίνεται πόσο διεύρυνε στον καιρό του την έννοια της ψυχής. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι και στην ψυχολογία του ο Αριστοτέλης παρέμεινε φιλόσοφος και έτσι δε θα μπορούσε να ταυτιστεί με το σύγχρονο ψυχολόγο. Ο Αριστοτέλης όρισε την ψυχή με αυτά τα λόγια: «Η ψυχή έστιν εντελέχεια η πρώτη σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος». Ειδικότερα, θεώρησε την ψυχή σε σχέση με το σώμα από τη σκοπιά της οντολογίας του ως μορφή («είδος»), από τη σκοπιά της φυσικής θεωρίας του για την κίνηση ως πηγή κίνησης («ενέργεια») και με το τελεολογικό κριτήριό του ως τελικό σκοπό του όντος («εντελέχεια»). Σύμφωνα πάντα με τα βιολογικά και τα τελεολογικά κριτήριά του, διέκρινε τρεις τύπους ψυχής, τη «θρεπτική» (του φυτού), την «αισθητική» (του ζώου) και τη «διανοητική» (του ανθρώπου). Για τον τελευταίο τύπο ψυχής δίδαξε ακόμη ότι αυτός αποτελείται από τον «παθητικόν νουν», που συνδέεται με τα πάθη και είναι θνητός και με τον «ποιητικόν νουν», που είναι απαθής, θεωρητικός και αθάνατος. Και στο σημείο αυτό παρατηρείται ότι ο Αριστοτέλης, όπως στην κοσμολογία του, έτσι και στην ψυχολογία του, παρόλο τον πραγματισμό του, τελικά δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από τα δυαρχικά κατάλοιπα.

Εν συνεχεία, με πρόθεση να μελετήσει τις «κοινές πράξεις», δηλαδή τις κοινές λειτουργίες σώματος και ψυχής, ο Αριστοτέλης έγραψε και πολλές μικρότερες, ειδικές πραγματείες για τον ύπνο, τα όνειρα, τη μαντική, την αίσθηση, τη μνήμη, τη νόηση κ.ά., που έμειναν γνωστές με το γενικό τίτλο «Μικρά Φυσικά». Για τον ύπνο, που τον χαρακτήριζε φυσιολογική απώλεια της συνείδησης, παράτησε ότι οφείλεται σε αδυναμία των αισθήσεων, που έτσι λειτουργούν ασυντόνιστα, με αποτέλεσμα το ίδιο γεγονός να έχει στην κάθε μια από αυτές διαφορετική επίδραση. Για τα όνειρα έδωσε φυσικές εξηγήσεις, τα χαρακτήρισε δηλαδή ως ένα είδος ανάμνησης και αναίρεσε την κρατούσα αντίληψη ότι περιέχουν μηνύματα των θεών, παρατηρώντας ότι όνειρα βλέπουν και τα ζώα. Την αίσθηση, που τη θεωρούσε ψυχοσωματική λειτουργία, την απέδωσε σε αλλοίωση μέσα στο αισθητήριο όργανο, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται η αντικειμενική πραγματικότητα υποκειμενικά αλλά και με πιστότητα. Εκτός από τις μεμονωμένες αισθήσεις ο Αριστοτέλης αναγνώρισε και μια κοινή, που έχει κριτική ιδιότητα. Εξήγησε όμως ότι η «κοινή αίσθησις» πρώτα συντονίζει τις αισθήσεις, για να παραχθεί η παράσταση («φαντασία»), η οποία βοηθάει για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος, η μορφή, η κίνηση και ο χρόνος και ύστερα συνθέτει τις επιμέρους παραστάσεις για να παραχθεί η νόηση. Εξήγησε ακόμη ότι κάθε επιμέρους αίσθηση έχει σωστή αντίληψη των πραγμάτων, ενώ το ενδεχόμενο λάθος στην παράστασή τους ανάγεται αποκλειστικά στην κοινή αίσθηση, δηλαδή στο συντονισμό των αισθήσεων. Είπε επίσης ότι η σχέση νόησης και νοητού πράγματος είναι ανάλογη με τη σχέση αίσθησης και αισθητού πράγματος. Από όλα αυτά γίνεται φανερό ότι ο Αριστοτέλης θεωρούσε την αίσθηση αφετηρία για τη νόηση και αδύνατη τη γνώση «έξω του αισθάνεσθαι». Με αυτόν τον τρόπο απομακρύνθηκε από τη διδασκαλία του Πλάτωνα για την προτεραιότητα της νόησης και πλησίασε περισσότερο την αισθησιοκρατική αντίληψη του Δημόκριτου.

 

Ηθική.

Ανθρωπολογικά θεμελίωσε ο Αριστοτέλης και την ηθική του, δηλαδή τη διδασκαλία του για το καλό και την ευτυχία, την αρετή και την πράξη. Έτσι και σ' αυτή την περιοχή της φιλοσοφίας απομακρύνθηκε όχι μόνο από τη θρησκεία, που είχε θεμελιώσει την ηθική θεοκρατικά αλλά και από το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, που, πιστεύοντας σε απόλυτο καλό και κακό, είχαν επιζητήσει να θεμελιώσουν την ηθική οντολογικά. Τον άνθρωπο θεώρησε ο Αριστοτέλης «αρχήν και γεννητήν των πράξεων ώσπερ και των τέκνων» και προχωρώντας ακόμη πιο μακριά από τον Πλάτωνα, τόνισε ότι ο σκοπός της ηθικής δεν είναι η γνώση του καλού και της αρετής, ως προϋπόθεση για την ηθικά καταξιωμένη πράξη, γιατί από αυτήν εξαρτάται η ευτυχία άμεσα, ενώ από τη γνώση εξαρτάται έμμεσα. Έτσι δίδαξε ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ευτυχήσει με δικά του μέσα, επειδή έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις πράξεις του, επομένως να κατακτήσει την αρετή, που οδηγεί στην ευτυχία.

Κατά τον Αριστοτέλη, ευτυχία είναι η σύμφωνη με την αρετή και βασισμένη στη φρόνηση ενέργεια της ψυχής. Διευκρίνιζε ότι η ζωή του ανθρώπου με την ηθική καταξιωμένη δραστηριότητα του είναι γεμάτη ηδονή, γιατί οι πράξεις της αρετής έχουν μέσα τους ηδονή. Σχετικά ο Αριστοτέλης, που πίστευε ότι η ηδονή είναι φυσική ανάγκη για όλους ανεξαρτήτως τους ζωντανούς οργανισμούς και ότι γι' αυτό το λόγο δεν μπορεί να μη θεωρηθεί ως συστατικό της ευτυχίας, διέκρινε ηδονή των αισθήσεων και ηδονή πνευματική εξηγώντας ότι η πρώτη είναι κοινή σε όλα τα ζώα, ενώ η δεύτερη αποτελεί προνόμιο του ανθρώπου, βιώνεται μέσα στην πνευματική δραστηριότητά του και είναι αβλαβής, σταθερή και πιο έντονη από εκείνη των αισθήσεων. Επισημαίνοντας ακόμη ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα στη δραστηριότητα τη σύμφωνη με την αρετή, δεν παρέβλεψε βέβαια το γεγονός ότι όλες οι πράξεις, άσχετα από τα αποτελέσματά τους, έχουν σκοπό την ευτυχία. Επίσης δεν παραγνώρισε το γεγονός ότι η ζωή, επομένως και η ευτυχία του ανθρώπου, εξαρτάται και από την τύχη, δηλαδή από ορισμένα εξωτερικά αγαθά. Τόνισε όμως ότι από όλα τα συντελεστικά της ευτυχίας, που καθαυτά είναι αστάθμητα, μόνο η υπεύθυνη πράξη του ανθρώπου, η σύμφωνη με την αρετή, έχει ασφάλεια και διάρκεια στην επιδίωξη της ευτυχίας. Με την προϋπόθεση ότι η ευτυχία πραγματώνεται με την αρετή, ο Αριστοτέλης έδειξε πόσο αναγκαία είναι η γνώση της αρετής. Κατά την άποψή του, η αρετή δεν είναι ούτε πάθος ούτε δύναμη αλλά μόνιμη δεξιότητα της ψυχής, κατακτημένη με άσκηση. Εξήγησε ότι με αυτή τη δεξιότητα ο άνθρωπος επιλέγει σε ακραίες καταστάσεις, που ονομάζονται «έλλειψη» και «υπερβολή», μια μέση κατάσταση («μεσότητα»), αυτή που τον αφορά και που είναι καλύτερη γι' αυτόν «ως ή επιστήμη κελεύει και ο λόγος». Δείχνοντας ότι είναι μέσα στις δυνατότητες του ανθρώπου η εύρεση του ορθού μέτρου, επιζήτησε να καθορίσει και το κριτήριο επιλογής του τρόπου ενέργειας στην κάθε πράξη. Σχετικά με αυτό το κριτήριο ο Αριστοτέλης, αφού παρατήρησε ότι κάθε απόκλιση από το ορθό μέτρο ενοχλεί τον άνθρωπο, επισήμανε την ανάγκη να ενεργεί ο άνθρωπος πάντα με τρόπο που να μη διαταράσσεται η ελεύθερη και καθαρή σκέψη του. Για την κατάκτηση της ίδιας της αρετής ο Αριστοτέλης, πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, έκρινε απαραίτητα τα παραπάνω. Τη γενικά ομαλή δομή και ανάπτυξη του οργανισμού, τη σωστή μάθηση και την επιμονή και μακροχρόνια άσκηση, τονίζοντας ιδιαίτερα τη σημασία του εθισμού.

Αφού έδειξε ότι η αρετή πραγματώνεται με την πράξη, ο Αριστοτέλης μελέτησε την ίδια την ηθική πράξη στη δομή της και έδωσε την ακόλουθη περιγραφή της: πρώτα ο νους διαπιστώνει ότι είναι καλό, ύστερα διεγείρεται η «όρεξις», που συντελεί ώστε η κρίση του ότι κάτι είναι καλό να μεταμορφωθεί σε επιθυμία για την προσέγγιση, την απόκτηση και γενικά τη βίωση εκείνου που θεωρήθηκε καλό. Τότε ο νους δίνει εντολή για ανταπόκριση στην επιθυμία και όταν η εντολή του βρει ανταπόκριση, η βούληση πετυχαίνει την απόφαση. Στη συνέχεια το άτομο αναζητεί τα μέσα για την πραγμάτωση του σκοπού και υπολογίζει τις περιστάσεις, ώστε να διασφαλιστεί η πράξη από κάθε πλευρά και να επιτελεστεί σωστά και αποτελεσματικά («ότε δει και αφ' οις και προς ους και ου ένεκα και ως δει μέσον τε και άριστον, όπερ εστί της αρετής»). Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ακόμη ότι για να πράττει κανείς ηθικά, δεν αρκεί να πράττει σωστά αλλά χρειάζεται να έχει τη σωστή διάθεση και βούληση, δηλαδή τη σταθερή αγαθή προαίρεση. Έφτασε μάλιστα ως το σημείο να διατυπώσει την αρχή, που χαρακτηρίζει και την ηθική σκέψη του στο σύνολό της, ότι η προαίρεση και όχι η επιτυχία, δίνει στην πράξη ηθική αξία.

Στην ηθική φιλοσοφία του ο Αριστοτέλης, όπως και όλοι οι πριν από αυτόν φιλόσοφοι, δεν περιορίστηκαν στο ατομικό επίπεδο αλλά προχώρησε και στο κοινωνικό. Έτσι αναζήτησε την ηθική τελείωση του ανθρώπου μέσα στον οργανωμένο ομαδικό βίο και μελέτησε όλες τις μορφές επικοινωνίας, αποδίδοντας κορυφαία σημασία στη φιλία, που, με ιδιαίτερο ζήλο και προσωπική θέρμη, την ερεύνησε ως ηθικό φαινόμενο σε κάθε πτυχή της ατομικής και της κοινωνικής ζωής, από τις πιο συμπτωματικές συναντήσεις των επιβατών ενός πλοίου ως τους πιο μόνιμους δεσμούς των μελών μιας οικογένειας, ακόμη και ως τη «φιλαυτία», όπως ονόμασε ο ίδιος την αρμονική σχέση του ατόμου με τον εαυτό του. Χρησιμοποιώντας το βιολογικό και ανθρωπολογικό κριτήριό του δε θεώρησε απλώς τις ορμές πηγή των αρετών αλλά και δίδαξε ότι η ίδια η αρχή της ηθικότητας δεν είναι παρά «ορμή άλογός τις προς το καλόν». Ωστόσο και παρά τον τονισμό της σημασίας της πράξης απέναντι στη γνώση του καλού και της αρετής, ο Αριστοτέλης σε όλα τα ηθικά συγγράμματά του έχει ακρογωνιαίο λίθο την έννοια του ορθού λόγου, που κατέχεται από την κεντρική ιδέα της αρμονίας λόγου και πάθους και εξαντλεί το ενδιαφέρον του στη θεωρητική ανάλυση των μορφών του αγαθού και της δομής της ηθικής πράξης.

        Συνέχεια στην επόμενη σελίδα