The strong voice of a great community
Αύγουστος 2010

Πίσω στο ευρετήριο

Ελληνική Κοινότητα Τορόντο: Εκφραστής Προόδου ή κοινωνικό πολιτιστικό γκέτο;

                                       

                                                   Του Θωμά Στεφ. Σάρα

Η μετανάστευση δεν είναι κάποιο άγνωστο κοινωνικό φαινόμενο για τα ελληνικά πράγματα. Εάν μάλιστα θελήσει να ασχοληθεί κάποιος κάπως περισσότερο με το φαινόμενο θα την συναντήσει να παρουσιάζεται μέσα από τις ομίχλες των χρόνων της προϊστορίας και της μυθολογίας. Οι μυθικοί αργοναύτες δεν υπήρξαν τίποτα περισσότερο από τους σύγχρονους μετανάστες των ημερών μας. Το “χρυσόμαλλο δέρας”  της επιτυχίας αναζητούσαν εκείνοι, την οικονομική άνεση και επιτυχία αναζητούν σήμερα όσοι προσφεύγουν στην μετανάστευση προκειμένου να ξεπεράσουν τις συνθήκες φτώχιας και ανέχειας που τους κληροδότησαν οι γονιοί τους. Από την μικρή Ελλάδα της αρχαιότητας, εξ άλλου, ξεκίνησε η δάδα της δημιουργίας της -Magna Grecian- “Μεγάλης Ελλάδας” της κάτω Ιταλίας και Σικελίας. Οι Έλληνες μετανάστες ήταν εκείνοι που με τον ανήσυχο χαρακτήρα τους μεταλαμπάδευσαν το ανήσυχο πνεύμα τους και το αναμόρφωσαν στα φιλόξενα λιμάνια της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, όπου έκτισαν ολόκληρες πόλεις και άπλωσαν την Ελληνική επικράτεια σε ολόκληρη την Μεσόγειο, κάνοντας την ελληνική θάλασσα. Και πραγματικά, εκείνοι, οι πρώτοι άποικοι της ιστορίας δημιούργησαν πολιτιστικά θαύματα με την πρόοδο που πέτυχαν στις τέχνες, τις επιστήμες και το εμπόριο.

Η ίδια πολιτική, εξ άλλου, συνέχισε την εφαρμογή της από κάθε ομάδα και σε κάθε γωνιά που το ανήσυχο πνεύμα του Έλληνα τον έσπρωξε στην αναζήτηση του “χρυσόμαλλου δέρατος”. Έτσι φτάσαμε με το πέρασμα των αιώνων στις νεότερες γενιές των “αργοναυτών”, των ομογενών μεταναστών του εικοστού αιώνα, οι οποίοι κουρασμένοι και απελπισμένοι από τα ερείπια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μετέφεραν τα ιερά της φυλής σε νέα λιμάνια που τους οδήγησε το ανήσυχο πνεύμα τους στην προσπάθεια αναζήτησης της οικονομικής επιτυχίας και ευτυχίας. Δεν θα πρέπει δε να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Έλληνας, σε κάθε περίπτωση, δίνει προτεραιότητα στις πολιτιστικές του αξίες, στις οποίες δίνει πρωταρχική σημασία και τις οποίες εννοεί να μεταφυτέψει στη νέα γη της εγκατάστασης του. Αυτοί περίπου, θα πρέπει να ήταν και οι λόγοι για τους οποίους οι πρώτοι λιγοστοί ομογενείς μετανάστες, ξεπέρασαν τα τεράστια προσωπικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν στον αγώνα της επιβίωσης τους και από κοινού εργαζόμενοι  προσπάθησαν να οικοδομήσουν τις βάσεις του πολιτιστικού τους μέλλοντος, ως ομοούσιας πολιτιστικής ομάδας. Οφείλουμε δε να ομολογήσουμε ότι πραγματικά οι σκαπανείς εκείνοι τελικά πέτυχαν πολλά, περισσότερα από εκείνα που θα μπορούσε να αναμένει κάποιος ειδικός. Εάν μάλιστα θελήσει να αναλογιστεί ο αναλυτής  και τα προβλήματα που προϋπήρχαν από τις γεωγραφικές  διαφορετικότητες τόπου της ιδιαίτερης πατρίδας τους, και τα λαϊκά ρεύματα που αντιμετώπιζαν, και τα οποία όμως κατόρθωσαν να ξεπεράσουν με τέτοιο οραματισμό και τόση άνεση, που πραγματικά εντυπωσιάζει τον σημερινό ερευνητή. Οι από Πελοποννήσου Μπάζε και Πολυμενάκοι συνεργάσθηκαν  με τον από Μακεδονίας Σταύρου, ξεπέρασαν κάθε έννοια τοπικισμού ακόμα και γλωσσικού ιδιωματισμού, και συνεισφέροντας από κοινού θεμελίωσαν το πρώτο πολιτιστικό κέντρο των Ελληνικής καταγωγής μεταναστών στην πόλη του Τορόντο. Σκοπός εκείνης της κοινής προσπάθειας ήταν η δημιουργία εστίας πολιτιστικής και θρησκευτικής. Ένα κέντρο στο οποίο θα μπορούσαν να αναζητήσουν καταφύγιο και βοήθεια οι μετανάστες της εποχής εκείνης από την ολοκληρωτικά κατεστραμμένη Ελλάδα. Το κακό είναι ότι η υπέροχη εκείνη προσπάθεια παρουσίασε καινά και επέτρεψε την δημιουργία σχηματισμού εντυπώσεων προσωπικών φιλοδοξιών μεταξύ των πρωταγωνιστών. Έτσι μοιραία οδηγηθήκαμε στην αρχική διάσπαση και την δημιουργία του ιδρύματος της Ελληνικής Κοινότητας Τορόντο, από  μια μεγάλη πλειοψηφία ομογενών, έναντι του αρχικού ιδρύματος το οποίο ελεγχόταν και διευθυνόταν από αυτοδιορισμένους “δραγάτιδες”, τους τραστείς.  Η Ελληνική κοινότητα του Τορόντο, ξεκίνησε με φιλοδοξίες εκπροσώπησης όλων των ομογενών που εγκαταστάθηκαν στην μεγαλούπολη αυτή του Καναδά, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και τις πολιτικές τους δοξασίες και πιστεύω. Διαμορφώθηκε δε σε μια πραγματικά δυναμική εκπροσώπηση της οργανωμένης ομογένειας κάτω από τη στιβαρή διοίκηση του γιατρού Λεωνίδα Πολυμενάκου και ενός αριθμού ικανών συνεργατών του, οι οποίοι τον διαδέχθηκαν αργότερα στην διοίκηση, μολονότι δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει την χειραφέτηση, και την υπαγωγή που συνεπάγεται αυτή, του επίσημου εκκλησιαστικού δόγματος του εθνικού κέντρου και του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, όμως, αποκόπηκαν από τον κύριο κορμό του οργανισμού, όλοι εκείνοι που δεν ασπάζονταν έστω και τυπικά την δογματική φιλοσοφία της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας του Καναδά. Μεταξύ αυτών οι άθεοι, οι γνήσιοι χριστιανοί ορθόδοξοι, οι Εβραίοι το θρήσκευμα, οι Έλληνες καθολικοί, οι ομογενείς που ακολουθούν τους ευαγγελιστές και κάθε άλλος ομογενής ο οποίος, για κάποιους λόγους και αιτίες προσωπικές δεν θέλει να υπόκειται στο βαρύ “χαράτσι” που επιβάλει η ηγεσία της Έλληνο-Ορθόδοξης εκκλησίας του Καναδά. Από την στιγμή εκείνη θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, δυστυχώς, απέτυχε και ο ρόλος τον οποίο φιλοδοξούσε να παίξει το ίδρυμα.

Η πραγματικότητα αυτή, με τα χρόνια διαμορφώθηκε περισσότερη δυσοίωνη καθώς το ίδρυμα περιέπεσε σε χέρια ατόμων τα οποία προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το μύθο της αντιπροσωπευτικής του δύναμης  προκειμένου να προωθήσουν προσωπικές τους πολιτικές φιλοδοξίες. Θέλοντας μάλιστα να διεγείρουν τον εθνικισμό των ομογενών έφτασαν μέχρι του σημείου αποπομπής από το ίδρυμα και το παροικιακό κατεστημένο άτομα και οργανώσεις τους οποίους δεν θεωρούσαν ως φιλικά προσκείμενους στα σχέδια τους. Ένα γεγονός στο οποίο, δυστυχώς, δεν τόλμησαν να εναντιωθούν ούτε και οι διπλωμάτες των Αθηνών, από τον φόβο προφανώς σεισμένων εκθέσεων και αναφορών σε βάρος τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπως ήταν επόμενο, το μεγάλο αυτό ίδρυμα της ομογένειας παρουσίασε μια τρομερή παρακμή η οποία οδήγησε στην αδιαφορία και την εγκατάλειψη της μεγίστης πλειοψηφίας των μελών.  Παράλληλα τα γεγονότα δημιούργησαν μια νέα πραγματικότητα η οποία υποβοηθούσε τις βλέψεις και τους σχεδιασμούς της ηγεσίας της εκκλησίας, η οποία πάντοτε εποφθαλμιούσε τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος, καθώς επίσης και τον σεβασμό που είχε αυτό από το πολιτικό κατεστημένο των τριών βαθμίδων άσκησης της εξουσίας του Καναδά. Κάτω από αυτά τα δεδομένα την τελευταία δεκαετία εμφανίστηκε στον παροικιακό ορίζοντα κάποιος άγνωστος για την παροικία ομογενής, προερχόμενος από την παροικία του Μόντρεαλ. Ύστερα από μια σειρά ατυχών προσπαθειών να ηγηθεί μικρότερων κοινοτικών ιδρυμάτων της παροικίας και κάτω από το βάρος αυτών των δυσάρεστων εμπειριών, έστρεψε τη προσοχή του προς την διοίκηση της Ελληνικής Κοινότητας Τορόντο, όπου ύστερα από προσωπικές συμφωνίες άλλων αποτυχημένων ηγετών του παρελθόντος, και με την βοήθεια συντοπιτών του, κατόρθωσε τελικά να πάρει υπό τον έλεγχο του το μεγάλο ίδρυμα της ομογένειας.

Το σημείο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η αρχή του τέλους της  παράδοσης προόδου του ιδρύματος. Με τις απαράδεκτες πρακτικές που εφαρμόσθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, ο άλλοτε μεγάλος οργανισμός, εγκαταλείφθηκε από τα περισσότερα μέλη του, οι μαθητές των μαθημάτων  της ελληνικής γλώσσας περιορίστηκαν στο μικρότερο σημείο, ομογενειακά μέσα μαζικής ενημέρωσης σύρθηκαν στα δικαστήρια, δημοσιογράφοι εκδιώχθηκαν ενώ άλλοι, φιλικά προσκείμενοι στην διοίκηση, έγιναν πειθήνια όργανα και ψάλτες των ικανοτήτων της ηγεσίας, καθώς μπήκαν μόνημα στις καταστάσεις χρηματοδοτήσεων, από το αναιμικό ταμείο του οργανισμού. Παράλληλα ξεκίνησε μια καμπάνια για την δήθεν δημιουργία νέου “πολιτιστικού κέντρου” για τις “ανάγκες” της ομογένειας,  μολονότι ήταν μαθηματικά εξακριβωμένο ότι κάτι παρόμοιο ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί κάτω από τις συνθήκες που βίωνε  ο οργανισμός. Παράλληλα με την βοήθεια των χρημάτων που ελήφθησαν σαν αποζημίωση για την καταστροφή του κτιρίου ναού του οργανισμού προσπάθησαν να κερδίσουν τις εντυπώσεις του κοινού, ως δήθεν οι “οικοδόμοι” της παροικίας. Στην δε προσπάθειά τους να προχωρήσουν το έργο του πολιτιστικού κέντρου, εφάρμοσαν κάθε δυνατό τρικ μεταφοράς κονδυλίων από το ένα έργο στο άλλο, με αποτέλεσμα και τα δύο έργα να μείνουν ελλειματικό. Έτσι λοιπόν, στον νεόδμητο ιερό ναό της Παναγίας, (τον μητροπολιτικό ναό του Τορόντο), κάθε φορά που βρέχει, δίνεται αγώνας με τα νερά της βροχής που πλημμυρίζουν τα υπόγεια και απειλούν να καταστρέψουν τα θεμέλια του κτιρίου.

Και όμως η λύση ήταν τόσο εύκολη, το μόνο που χρειαζόταν την περίοδο των εργασιών ανέγερσης του κτιρίου ήταν η δημιουργία τάφρου γύρω από τα θεμέλια και η ανέγερση προστατευτικού τοίχους το οποίο θα εμπόδιζε τα νερά της βροχής να ενωθούν με το φυσικό φρεάτιο που υπάρχει στα θεμέλια των κτιριακών εγκαταστάσεων, και από τα οποία δημιουργείται σοβαρός κίνδυνος για την ακεραιότητα του κτιρίου. Δεύτερον το κτίριο που στεγάζει το ναό, παραμένει με γυμνούς τους τοίχους του εσωτερικού του ναού, λόγω μη ύπαρξης των σχετικών χρημάτων για τις αγιογραφίες, μολονότι η δαπάνη αυτή είχε προβλεφθεί καθολικά στην αποζημίωση που έλαβε η διοίκηση από την ασφαλιστική εταιρία. Πέραν όμως αυτής, υπήρξαν έρανοι επί εράνων και δόθηκαν χιλιάδες δολάρια από τις κυρίες της φιλόπτωχου για τον σκοπό αυτό, τα οποία όμως διετέθησαν σε άλλες ανάγκες και έτσι ο ναός παραμένει ημιτελής.

Όσο για το περίφημο πολιτιστικό κέντρο, “το όραμα της ομογένειας”, όπως θέλει να το χαρακτηρίζει επιδοτούμενο από την διοίκηση του οργανισμού έντυπο, αφού κατόρθωσαν να λάβουν τρία εκατομμύρια δολάρια ως δωρεά από τις κυβερνήσεις του Καναδά και της επαρχίας του Οντάριο και αφού διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να καταφέρουν κάτι παρόμοιο από την Αθήνα, και κάτω από ορισμένες τεχνικές πραγματικότητες για ελαττωματικές δομές στο σκελετό του κτιρίου, οι δημοκόποι της ομογένειας υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν, άπαξ και διαπίστωσαν ότι δεν τους απέμενε  πλέον κανένα περιθώριο συνέχισης του εμπαιγμού της ομογένειας. Φρόντισαν, ωστόσο, ώστε ο ένας εκ των πρωταγωνιστών της τραγωδίας να τοποθετηθεί ως υπεύθυνος σε οργανισμό επιδοτούμενο από την Αθήνα, ένας δεύτερος δε κατόρθωσε να διοριστεί ως δικαστής μετανάστευσης από την κυβέρνηση του Καναδά, ένα στοιχείο που μας διαβεβαιώνει ότι τα χρόνια που επένδυσαν και οι δύο στα κοινά της παροικίας δεν πήγαν χαμένα. Το περίεργο είναι ότι ενώ την όλη κατάσταση γνωρίζει, και μάλιστα απόλυτα, ο Μητροπολίτης Σωτήριος, παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον πρώην πρόεδρο ( ο οποίος ευθύνεται για όλα τα δεινά του οργανισμού), στο μητροπολιτικό του συμβούλιο, ενώ παράλληλα απειλεί τις διοικήσεις των δύο μεγάλων κοινοτήτων του Τορόντο και Μόντρεαλ να επιβάλει “κεφαλικό φόρο”,  πάνω σε κάθε ομογενή ο οποίος τυχών θα ήθελε να επιτελέσει μυστήριο, (γάμου, βάπτισης ή και κηδείας), σε εκκλησίες που ανήκουν στις δύο κοινότητες.  Το γεγονός αυτό αποτελεί άλλη μια ειρωνεία καθώς μας υπενθυμίζει τα χρόνια των Οθωμανών σουλτάνων όπου οι προ του μητροπολίτη Καναδά , Αθανασούλα, δεσποτάδες, είχαν το προνόμιο να κόβουν κεφάλια σε όσους “Γραικούς” τολμούσαν να μην πληρώσουν. Αυτή δυστυχώς είναι η σημερινή κατάσταση και αυτή είναι η κατάντια ενός ομογενειακού ιδρύματος το οποίο σχεδιάστηκε από τους ιδρυτές του για να διαμορφωθεί σε πολιτιστικό εκπρόσωπο της ομογένειας. Ένα σύμπλεγμα κακών ηγετών μια σειρά σφαλμάτων των οποίων το έχουν φέρει στο χείλος της καταστροφής.